Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Η Ελλάδα που επιμένει

Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Πλάτων.

«Έληξε η προθεσμία μου» λέει η γιαγιά στον Ταΰγετο. Και δεν τη νοιάζει. Είδες κανένα να γυρίσει πίσω; Αυτά είναι παραμύθια στις εκκλησίες, τα λένε οι παπάδες για να παίρνουνε λεφτά. Στην Κρήτη η μαντινάδα έχει ως εξής:«Φαίνεται να περνά καλά άθρωπος σαν ποθάνει, γιατί κανείς δε γύρισε παράπονα να κάνει». Τα υπόλοιπα είναι «κολοκύθια στην καραβάνα».

Μία από τις σπουδαιότερες μορφές της κρητικής μουσικής παράδοσης, ο Νικηφόρος Αεράκης ακούει τον Σκουλά στα Ανώγεια και τραγουδά μαζί του. Όταν κάποια στιγμή η μουσική σταματάει στο 5.45, δείχνει να πνίγεται, να σκοτεινιάζει, να φοβάται. Η μοναξιά επιστρέφει. «Για φορτσάρετε, άιντε, παίξτε μουσική», διατάζει μόλις δυο δευτερόλεπτα μετά το τέλος του κομματιού. Γυρνάει και λέει σε μία γυναίκα:«Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή τόση ζωή σε φτάνει, ρόδο που ανθεί πολύ καιρό τη μυρωδιά ντου χάνει». «Ο κύκλος της ζωής να τονε, εδώ είναι» συνεχίζει δείχνοντας προς την πίστα. «Δεν υπάρχει άλλος. Εγώ αύριο…». Δεν τελειώνει τη φράση του γιατί πρέπει να χτυπήσει παλαμάκια. Το γλέντι στον Ψηλορείτη συνεχίζεται, persona non grata κατά πάσα πιθανότητα ο Χορστ Ράιχενμπαχ.

Οι Πόντιοι συχνά κατηγορούνται για εθνικισμό. Τελευταίος που απηύδησε μαζί τους ο Νίκος Μπίστης ο οποίος διαφωνεί με τον όρο γενοκτονία. Θέλει να το λέμε αλλιώς, δεν τον βολεύει. Ποιοι είναι αυτοί οι Πόντιοι όμως; Είναι άραγε ένα πράγμα συγκεκριμένο και ενιαίο όπως ο πρώην βουλευτής; Οι πολιτικοί, επειδή δε συνηθίζουν να χρησιμοποιούν την ειλικρίνεια, άπειροι καθώς είναι, γίνονται χυδαίοι άθελά τους όταν την επιστρατεύουν στα βιβλία τους. Σε ένα δημώδες ποντιακό ο Αιχμάλωτον προειδοποιεί τον Εμίρ Αλή:« Αν κρούγω και σκοτώνω σε, θα λεγ’νε εν’ φονέας. Κι κρούγω, κι σκοτώνω σε, θα λεγ’νε μ’εφοβέθεν. Καλλίον ‘κι σκοτώνω σε κι ας λεγ’νε μ’εφοβέθεν». Ο ποιητής λαός εκφράζει λόγο απόλυτου σεβασμού της ανθρώπινης ζωής, λόγο μοναδικής επιείκειας. Το κομμάτι αν και άσχετο με το θέμα μας (πρόκειται για έναν ύμνο στον Πόντιο αντάρτη) αποδεικνύει ότι η λύρα δεν είναι «μαρτύριο» μόνο για τον Νίκο Μπίστη αλλά για όλους τους υποψηφίους βουλευτές, ειδικά όταν δε σου βγάζει τις ψήφους που θα περίμενες από τον κόπο σου να συνομιλείς με αμαθείς σε διάφορα τραπεζώματα.

Όταν ρώτησαν τον Διογένη ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο απάντησε:«Η παρρησία». Ιδού ο Κώστας και η Τζένη στο Μεγάλο μας Τσίρκο! Σπάνιο απόσπασμα από τη μεγάλη αντιδικτατορική παράσταση που όσο το ακούω κάτι μου θυμίζει. Κάποιοι θα τολμούσαν να το πουν και επίκαιρο. Α ρε Παναγούλης που μας χρειάζεται.

Για τον Δημήτρη Λιαντίνη ξέρουμε ότι τον έψαχνε η Νικολούλη. Ότι σαν άλλος Εμπεδοκλής που από έπαρση είχε ορμήσει στον κρατήρα της Αίτνας για να γίνει Θεός, ανέβηκε στον Ταΰγετο επειδή ήταν τρελός. Μα όπως είπε πρόσφατα μία μαθήτριά του, η φιλόλογος Χαρά Παρασκευοπούλου, «τρελός που να έζησε και να διέγραψε μία τόσο συγκροτημένη πορεία δεν υπήρξε». Η διάλεξή του για τη φιλοσοφική θεώρηση του θανάτου είναι από τα πιο λαμπερά πράγματα που μπορείς να δεις στο Διαδίκτυο και βοηθάει καθοριστικά στην απεξάρτηση από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ειδήσεων των ζωών μας.

Ένα μήνα προσπαθούσα να θυμηθώ το στίχο. Τον θυμήθηκα, έγραψα το κείμενο Παρασκευή και το Σάββατο η Σώτια Τσώτου έφυγε μετά από διετή μάχη με τον καρκίνο. Μέσα από τις λέξεις τις είχε απαντήσει στις αγορές και το νεοφασισμό της Ευρώπης πολύ νωρίς:«Άσε με στο μεθοκόπι, έτσι ειν’ οι ανθρώποι, τόσο αμαρτωλοί κι ωραίοι, τόσο άνθρωποι». Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο αντιεξουσιαστικό. Πριν φάμε κι εμείς ο ένας τον άλλο βιαστικά εφαρμόζοντας την ουτοπία, ας περάσουμε το Σάββατο μία βόλτα από το λιμάνι να χωνέψουμε λίγη αλληλεγγύη.

Στο τέλος άφησα την Ελλάδα του διεθνούς κύρους, την Ελλάδα του Yale, την Ελλάδα που φλυαρεί 15 λεπτά και δε λέει τίποτα, την Ελλάδα που οι Νεοέλληνες έχουν ακόμα ως πρότυπο. Υπάρχει και η άλλη φυσικά, του Άδωνι και του Βορίδη, κατοικίδιο με λουρί στα χέρια της Ακροδεξιάς. Αυτή που βρίσκεται ελεύθερη πιο πάνω δυσκολεύεται, ακόμη και νεκρή, να πεθάνει.

Κείμενο γραμμένο για την Parallaxi

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Τόσο αμαρτωλοί κι ωραίοι

Το δόγμα της μη επιβολής περιορισμών εκ των προτέρων στην ελευθερία της έκφρασης ήταν πάντοτε μία γενναιόδωρη παραχώρηση της εκάστοτε εξουσίας. Τώρα έχουμε την ελευθερία να μιλάμε μόνο Σαββατοκύριακα που είναι κλειστές οι αγορές. Κείμενο που δημοσιεύεται καθημερινή, έχουμε ξαναπεί, όλο και κάποια σπρεντ ανεβάζει. Η μόνη ευθύνη ωστόσο που είχε ανέκαθεν όποιος γράφει βρίσκεται πριν δημοσιεύσει τις σκέψεις του. Εφόσον κάνει ό,τι είχε να κάνει μέσα του, γύρω του και δίπλα του, η μπάλα περνάει στο γήπεδο του αναγνώστη. Εσύ τελείωσες αν έδωσες ό,τι καλύτερο μπορούσες τη δεδομένη στιγμή. Δε θα έπρεπε να αφορά το νόμο ούτε όταν κάποιος υβρίζει ή συκοφαντεί. Καθήκον του αναγνώστη είναι να κρίνει. Θα μου πείτε μπορεί κάποιος να μου πει ότι γαμιέται η μάνα μου. Ε και; Η μήνυσή μου θα είναι το γέλιο μου.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Υπάρχουν ρόλοι. Παρατηρήστε προσεκτικά. Είμαστε οι ηθοποιοί του εαυτού μας. Εκτός από τις αυταπάτες μας, είμαστε τα ερεθίσματα και οι πληροφορίες που δεχόμαστε. Λέμε συνήθως την ατάκα που περισσεύει. Εκφράζουμε το οξυγόνο που μένει ελεύθερο. Ψάχνουμε τρύπες όπως τα διάφορα σέντερ φορ. Γινόμαστε το κενό που άφησαν οι άλλοι. Στα πάντα κυριαρχεί η ανάγκη διαφοροποίησης. Όταν αντιληφθούμε τούτο το τραγικό για την αυταρέσκειά μας γεγονός, θα σωπάσουμε για κάποιες μέρες και ίσως σεβαστούμε περισσότερο τους άλλους αφού πλέον είναι βέβαιο: τους χρωστάμε τη γνώμη μας αν όχι τη γνώση μας. Η αντίθετη άποψη είναι λοιπόν απαραίτητη ώστε να βρούμε τη φωνή μας. Χάρη στους άλλους είμαστε ό,τι είμαστε. Στο κάτω κάτω της γραφής λέει ο Νίτσε «ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση τους είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός, ο βλαβερός, συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί». Και εμένα πια με πείθει μόνο εκείνος που δε θέλει.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, ο Τζακ Λόντον έγραφε ότι οι καπιταλιστές έχασαν την ευκαιρία που τους δόθηκε, ότι απέτυχαν. Καθώς ωστόσο παρακολουθούσα Βουλή προχθές, σκέφτηκα ότι οι άντρες απέτυχαν νωρίτερα. Είναι στιγμές που διακρίνω στην οθόνη πεντακάθαρα κατουρημένα 5χρονα, να τα ‘χουν ντύσει 50άρηδες που παριστάνουν τους μεγάλους και τους τρανούς. Είναι όλοι αυτοί οι τύποι που μιλούν ολημερίς και ολονυχτίς για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας. Βρε κουτά, εσείς είστε αυτά. Κι αν πετύχετε τους στόχους σας, εμείς θα είμαστε αυτοί. Κι όλα φυσικά, το ντύσιμο, το ύφος, τα ψέματα, τα κοστούμια και οι γραβάτες μπας και κρύψουν κάπως την ασχήμια τους, μπας και γαμήσουν, σόρυ μάνα, κανένα μουνί. Γρήγορα; Ναι. Πρόχειρα; Ναι. Δεν είναι τυχαίο που λένε ναι σε όλα. Μα να ‘ταν μόνο αυτοί. Πόσα ληγμένα διαγγέλματα τρώμε στη μάπα στο Twitter; Να καεί ο κόσμος και το πελεκούδι, πύρινες κολάσεις παντού, μπάτσοι γουρούνια, μία μαγκιά, μία σωματική ρώμη, άλλο πράγμα. Σα να έβλεπα προχθές στην επέτειο της εκτέλεσης Γρηγορόπουλου σφίχτες που κοιτιούνται στον καθρέφτη. Ο καθένας σχεδόν ένας μικρός στρατηγός που δίνει εντολές, μία Goldman Sachs από την ανάποδη την οποία κατά τα άλλα σιχαίνεται κι όμως κάνει την ίδια δουλειά με αυτή: το έργο του Θεού, δηλαδή του εαυτού του. Όσο για επικοινωνία, μηδέν. Αν τους παραδέχομαι για κάτι όλους αυτούς είναι που δεν τους καίγεται καρφί για το διπλανό τους, που δεν θα άνοιγαν ποτέ λινκ που δε θα τους οδηγήσει στην επιβεβαίωση των απόψεών τους, που δήθεν κόπτονται αλλά παραμένουν βαθιά αδιάφοροι, που υπάρχουν φορές που γίνονται πιο χυδαίοι από όσους, πολύ ορθώς, κρίνουν ανελέητα. Συμφωνούν όλοι όμως. Πρέπει να αλλάξετε αν δε θέλετε να βουλιάξω. Αν χρησιμοποιούσαν όλη αυτή τη διαύγεια για να καλλιεργήσουν ένα κομμάτι γης και όχι ένα ξαναζεσταμένο κομμάτι μίσους, δεν θα είχε νόημα η ζωή τους. Κάθε δευτερόλεπτο πεθαίνει ένας άνθρωπος από πείνα στον κόσμο επειδή κάθε μέρα πεθαίνουν χιλιάδες από την πείνα τους για εξουσία. Κι ενώ καλά πιάνουν τον εμπαιγμό, τη χειραγώγηση, το θέατρο, δεν απελευθερώνονται, δεν ησυχάζουν, δεν ηρεμούν. Μισούν την αδικία μόνο από φόβο μήπως τη βιώσουν. Ο Μπρυκνέρ θα τους έλεγε:«Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε νέους πειρασμούς. Αλλά για όνομα του Θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!». Τις προάλλες με το θάνατο του συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ κάποιος κατάφερε να συνοψίσει τον νεκρό διαδηλωτή στα γεγονότα της ημέρας για να μας πει ότι συνεχίζεται ο αγώνας. Αναρωτιέμαι ποιος του έδωσε το δικαίωμα να συνοψίζει νεκρούς έτσι αυθαίρετα λες και τυλίγει γύρο.

Δεν το παίζω έξυπνος. Δεν είμαι. Ίσως να μην έχω βρει ακόμα τον μπάτσο της καρδιάς μου και γι’αυτό να τα λέω αυτά. Απλώς για μία ακόμη φορά με θλίψη διαπιστώνω ότι στους ναούς του καθενός, δε χωράνε άπιστοι. Ότι πολλές φορές όταν μου ζητάς την άποψή μου, είναι σα να μου ζητάς να περιγράψω τη γυναίκα που μ’αρέσει-δεν μπορώ να το κάνω αν δεν τη δω. Ότι όσο περισσότερο χτυπιούνται ορισμένοι ότι δεν ξέχασαν, τόσο πιο σίγουρος γίνομαι ότι είχαν βάλει υπενθύμιση για την έκτη του Δεκέμβρη. Ότι ίσως ήρθε καιρός να σκεφτούμε πως προδοσία στο αθώο σφαγείο μας είναι να θυμάσαι τον Αλέξη. Ότι ναι μεν είναι χρήσιμο το TedxAthens-όσο χρήσιμο είναι το δελτίο ειδήσεων του Σταρ αν το παρακολουθήσεις κριτικά- αλλά φοβάμαι ότι οι διάφοροι επιτυχημένοι εμετοί μπορούν να δημιουργήσουν νέες στρατιές βλακών. Κι ότι ίσως είναι ώρα να μιλήσουν οι αποτυχημένοι.

«Είναι χυδαιότητα να σαλπίζεις δόγματα σε εξασθενημένες εποχές, όπου κάθε όνειρο για το μέλλον φαίνεται παραλήρημα ή απάτη» έγραφε ο Emil Cioran. Μικρές νίκες όμως είναι εφικτές. Αν επιτευχθούν, θα υπονομεύσουν τον εχθρό. Η θέση ετοιμότητας προϋποθέτει εξάλλου στάση εντιμότητας. Ναι, ζω έξω από τον κόσμο αλλά όχι τόσο ώστε να πιστεύω ότι θα τον αλλάξω. Εξάλλου προέχει να αλλάξω ο ίδιος. Οι αναγνώστες των κειμένων μου είναι θύματά μου. Ικανοποιούν τη δική μου δίψα για εξουσία. Κι αν χρησιμοποιώ τώρα τελευταία την υπερβολή, την επιθετικότητα, την αυθάδεια είναι για να παραμένω σοκαρισμένος από την πραγματικότητα κι όχι επειδή δεν είναι αρκετά σοκαριστική από μόνη της. Απλώς ψάχνω φάρμακο για την πονόψυχη αποκτήνωσή μου, για το οριστικό τέλος μου που θα με βρει να υποκρίνομαι την ειλικρίνειά μου.

«Όλες οι λέξεις μας είναι νεκρές. Η μαγεία είναι νεκρή. Ο Θεός είναι νεκρός. Οι νεκροί σωρεύονται ολόγυρά μας. Σε λίγο θα πνίγουν τα ποτάμια, θα κατακλύζουν τις θάλασσες, θα πλημμυρίζουν τις κοιλάδες και τις πεδιάδες. Ίσως μονάχα στην έρημο θα μπορεί ο άνθρωπος ν’ανασαίνει δίχως να ασφυκτιά από την μπόχα του θανάτου» λέει ο Χ.Μίλερ. Χρωστάμε επομένως ο ένας στον άλλο ένα χαμόγελο. Μία συγγνώμη. Διότι μία κουβέντα θέλουν οι άνθρωποι. Έναν κόσμο σχεδόν ανθρώπινο να ζήσουν. Την Ευρώπη του δημοσιονομικού φασισμού πρέπει να είχε στο νου της η Σώτια Τσώτου όταν έγραφε:«Άσε με στο μεθοκόπι, έτσι ειν’οι ανθρώποι, τόσο αμαρτωλοί κι ωραίοι, τόσο άνθρωποι». Η S&P δεν έβγαλε ακόμα ανακοίνωση, αλλά μείνετε ήσυχοι. Θα υποβαθμίσει τους στίχους της μόλις δυο Έλληνες χορέψουν στο Δημόσιο ένα χασάπικο που θα εκτροχιάσει εκ νέου το έλλειμμα και όλες τις υπόλοιπες ανοησίες που καθημερινώς συζητούν στα κανάλια χωρίς αιδώ.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Θεωρίες συναίνεσης

22 Νοεμβρίου του 1963. Δύο νέοι συντάκτες αφαιρούν το τηλεγράφημα της ζωής τους σα λύκοι που κατασπαράσσουν τη λεία τους. Με την αιμοδιψή τους βιασύνη ευγνωμονούν την ιστορία για αυτό το σπάνιο μεζέ. Ο πιο αξιόπιστος άνθρωπος της Αμερικής, ο Γουόλτερ Κρονκάιτ, μεταδίδει δευτερόλεπτα αργότερα την είδηση που συντάραξε τον 20ο αιώνα. The flash apparently official. Ο πρόεδρος Κένεντι είναι νεκρός. Ο εγκέφαλος που είχε δώσει ελπίδα σε όλο τον κόσμο βρίσκεται σμπαραλιασμένος μέσα στα χέρια της Τζάκι. Η επιτροπή Γουόρεν, την επόμενη χρονιά, εγκρίνει το επίσημο ψέμα που είχε διαδοθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη από την πρώτη κιόλας στιγμή. Ο κομμουνιστής Λι Χάρβει Όσβαλντ ήταν ο μοναδικός δολοφόνος του προέδρου και, πιστέψτε μας, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τη C.I.A.

Οτιδήποτε ακολούθησε αυτή την καθόλα λογική εκδοχή, από την έρευνα του εισαγγελέα Τζιμ Γκάρισον της Νέας Ορλεάνης μέχρι εκείνη του Κογκρέσου στα τέλη της δεκαετίας του '70 αποκαλείται σήμερα υποτιμητικά θεωρία συνωμοσίας και σκοπίμως τσουβαλιάζεται με τις πιο εξωφρενικές και το βρόμικο ρόλο των Νεφελίμ. Οι λάτρεις της καλοντυμένης, φρεσκογυαλισμένης και κοντοκουρεμένης ενημέρωσης, τύποι σαν τον Μπιλ Ο Ράιλι ένα πράμα, θέλουν να αντιλαμβάνονται ακόμα και σήμερα τον κόσμο μανιχαϊστικά και απλοϊκά, δαιμονοποιώντας τις περιττές αμφιβολίες. Δεν νομίζουν έτσι μόνο, είναι και έτσι όπως νομίζουν- κάποια στιγμή ίσως καταφέρουν να θεωρούμε τον Κένεντι κατά φαντασίαν νεκρό. Το φιλμ του Ζαπρούντερ, τα πλαστά στοιχεία ενοχής και η εκτέλεση του αποδιοπομπαίου τράγου Όσβαλντ σε ζωντανή μετάδοση δύο ημέρες μετά, οι μαρτυρίες για τον πράσινο λοφίσκο, η αλλαγή του δρομολογίου, τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας σε μια εχθρική πόλη όπως το Ντάλας και δεκάδες άλλα στοιχεία που αναδεικνύουν σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης, προσπερνιούνται στο νέο αιώνα με μεγαλύτερη ευκολία, σχεδόν επιδεικτικά. Η πιο σημαντική πολιτική δολοφονία του περασμένου, αργά αλλά σταθερά, υποβαθμίστηκε σε ένθετο περιοδικών που ασχολούνται αποκλειστικά με θεωρίες συνωμοσίας, επικεντρώθηκε στο ασήμαντο φλερτ του Κένεντι με τη Μέρυλιν, σε μια θλιβερή και γι’αυτό αμήχανη επέτειο. 48 χρόνια μετά, ο πρώτος καθολικός πρόεδρος των Η.Π.Α παραδίδεται επιδεικτικά στο Lifestyle, απογυμνώνεται από όλα όσα σηματοδότησε η προεδρία του και παρουσιάζεται επιδερμικά σαν τον γοητευτικό αλλά επιφανειακό ρήτορα που κατατρόπωσε τον Νίξον στο πρώτο τηλεοπτικό debate.

Ποιος ήταν τελικώς ο 35ος πρόεδρος των Η.Π.Α; Ο αλαζόνας που εκφωνούσε τους εμπνευσμένους λόγους του Σόρενσεν, ο κακομαθημένος γαμιάς που εξαιτίας του πάμπλουτου πατέρα του δεν υπολόγιζε κανέναν, ένας «φτιαγμένος» πρόεδρος που ζούσε για τις ερωμένες του ή ο αδύναμος άνθρωπος που υπέφερε από τη νόσο του Άντισον, αυτός που απειλούσε να κάνει χίλια κομμάτια τη C.I.A, που αναστάτωνε τη Μαφία και τον αρχηγό του F.B.I Έντγκαρ Χούβερ, εκείνος που αρνήθηκε να εισβάλει στην Κούβα κατά τη διάρκεια της πυραυλικής κρίσης του ’62 και που ακύρωνε, όπως όλα δείχνουν, τα σχέδια του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος για το Βιετνάμ; Δε φιλοδοξώ να απαντήσω. Τα νέα στοιχεία, ωστόσο, που έρχονται στο φως της δημοσιότητας μάλλον ενισχύουν την ουσία του αναμφίβολα προπαγανδιστικού «J.F.K» του Όλιβερ Στόουν. Παρά τις αστοχίες του και την κάτω βόλτα του σκηνοθέτη, η ταινία παραμένει επίκαιρη και τρομακτική γιατί μας δίνει κάθε φορά που τη βλέπουμε μία ισχυρή σπρωξιά στο έδαφος του Ντίλι Πλάζα, επιτρέποντάς μας να υποθέσουμε πως πιο κοντά στην αλλαγή είναι πάντοτε οι εχθροί σου, ειδικά όταν αρχίζεις να μετράς πολλούς από αυτούς.

Έχοντας απομυθοποιήσει τον Κένεντι προ πολλού, παρατηρώ σήμερα πιο ουδέτερα το είδωλο μιας γενιάς που βίασε εντέλει τα παιδιά της, την ελάχιστη υπεράσπιση που απολαμβάνει από Έλληνες γραφιάδες στα αφιερώματα, την αδιαφορία μας στη θέα της εκτέλεσής του. Όσο επώδυνο μου ήταν να τον απομυθοποιήσω, άλλο τόσο μου είναι να αποδεχτώ ότι αυτός ο πρόεδρος δεν ήταν κανενός. Όσο αληθές κι αν είναι ότι λατρεύτηκε από τα Μίντια, άλλο τόσο είναι ότι «δολοφονήθηκε» ξανά από αυτά. Εκείνοι που παρακολουθούν την πολιτική από κοντά και συμμετέχουν στους αέναους κύκλους της, κοιτούν ζηλόφθονα τον ανυποψίαστο Τζακ να στρίβει στην όδο Ελμ και αποδέχονται συγκαταβατικά τη λήθη ως τη μόνη λύση που μπορεί να απειλήσει τον μύθο του. Η θέση τους είναι ότι όλα όσα συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν, είναι καλώς καμωμένα, λες και είναι βγαλμένα από τη θεωρία του «ευφυούς σχεδιασμού». Τη δεκαετία του ’60 για παράδειγμα πέθαναν αυτοί που έπρεπε να πεθάνουν: Τα αδέρφια Κένεντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, μερικές χιλιάδες αμερικανοί στρατιώτες και εκατομμύρια Βιετναμέζων. Η Αμερική απέκτησε τους νεκρούς που της άξιζαν και, προς Θεού, όχι εκείνους που τη βόλευαν στην κρίσιμη εκείνη ιστορική καμπή. Οι διάδοχοι της εξουσίας, απολύτως θεμιτά, μπορεί να θέλουν να πείσουν ότι τα πάντα λαμβάνουν χώρα σε γυάλινο πύργο, ότι δεν υπάρχουν συμφέροντα αλλά μόνο μοναχικοί δολοφόνοι, ότι αν πιστεύουμε καλοπροαίρετα αυτούς που θέλουν να τους πιστεύουμε θα είναι όλα καλά-δε θα μπλέξουμε τα χέρια μας στα σκατά των φαντασιόπληκτων ερευνητών- και ότι, τέλος πάντων, καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται: η προεδρική λιμουζίνα θα μείνει ανοιχτή παρόλο που είναι Νοέμβρης. Η βροχή που έπεφτε στο Ντάλας νωρίτερα έχει σταματήσει. Τι γίνεται όμως με τις σφαίρες;

Ας δούμε τον καπνό εκεί που υπάρχει. Η μοίρα της ανθρωπότητας δεν θα εξαρτηθεί εξάλλου μόνο από τη δεινότητα των εκτελεστών της αλλά και από το πάθος και την αξιοπιστία των αυτοπτών μαρτύρων της δολοφονίας της. Από τους ηγέτες μας, δεν έλειψαν ποτέ οι εχθροί. Περισσότερο τους λείπουν ακόμα οι θετικοί σύμμαχοι. Ο Όσβαλντ, η C.I.A, η Μαφία, ο Κάστρο, ο Λίντον Τζόνσον, ο Νίξον, μικρή σημασία έχει σήμερα για όλους μας ποιός κρυβόταν πίσω από την κουρτίνα: η πρόκληση είναι να μην επιτρέψουμε στο παρελθόν να προδικάσει το μέλλον μας. Η πολυαναμενόμενη πρόοδος, που πάντα υπόσχονταν προτρέχοντας τα γραπτά, θα έρθει μονάχα όταν η επίσημη εκδοχή αναγνωρίζεται επιτέλους τιμητικά από τους ίδιους της τους εισηγητές ως η κυρίαρχη θεωρία συνωμοσίας. Η αλήθεια θα είναι υπόθεση των φίλων και των παρατηρητών της. Η είσοδος θα απαγορεύεται αυστηρά στους οπλισμένους κυνηγούς της, τους επαγγελματίες συνωμοσιολόγους και τα mainstream Μίντια. Δικαιολογημένα.

Υ.Γ. Η πιο ενδιαφέρουσα από τις θεωρίες συνωμοσίας λόγω της επικαιρότητας είναι φυσικά αυτή που εμπλέκει τους τραπεζίτες και την Κεντρική Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η επιμονή ωστόσο για κάτι πιο συγκεκριμένο χαρακτηρίζεται, όσο περνούν τα χρόνια, γραφική από όσους θεωρούν τη δημοκρατία περιττή. Ίσως και να είναι. Το φάντασμα του Όσβαλντ, όσο η ιστορία δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της, αποδεικνύεται εξάλλου διαρκώς χρησιμότερο. Αρκεί που υπάρχει γενικώς και αορίστως. O καθένας μπορεί να το αισθανθεί, αν διαθέτει λίγη παρατηρητικότητα, στην καθημερινότητά του καθώς οι εφευρέτες του επιμένουν να το φορτώνουν στις πλάτες των μαζών, εκεί δηλαδή όπου θεωρούν ότι ανήκει. Παίζοντας τα ρέστα τους στο φόβο, θριαμβεύουν απέναντι σε ανθρώπους που συνήθισαν, πια, να παίζουν άμυνα με τα μάτια, λαούς που αδυνατούν να φτιάξουν ένα λόμπι της προκοπής. Αποκτήσαμε επιτέλους τους τεχνοκράτες που μας αξίζουν.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Tweets

Σκέψου όσους έδωσαν την ίδια τη ζωή τους, όσους βασανίστηκαν, όσους φυλακίστηκαν, όσους μίλησαν και όσους εξορίστηκαν σε ξερονήσια και θα ‘χεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Δες την κηδεία του Παναγούλη, σκέψου ότι μια Δημοκρατία σαν κι αυτή εδώ τη λειψή τον δολοφόνησε και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Η ελευθερία είναι καθήκον έλεγε ο μεγάλος αγωνιστής. Σκέψου τη φράση του. Γράψ’τη κάπου να τη θυμάσαι.

Διάβασε το «Ένας Άντρας» της Φαλάτσι, αγάπα τις αυταπάτες του Αλέκου και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Η απάντηση στην ελευθερία πάντα είναι περισσότερη ελευθερία. Η απάντηση στη Δημοκρατία είναι πάντα περισσότερη Δημοκρατία.

Θυμήσου όσους βρέθηκαν στο Πολυτεχνείο και δεν το τίμησαν αργότερα και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Σεβάσου τη διαφορετική άποψη και στάση ζωής όταν είναι έντιμη και ειλικρινής και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Δε χρειάζεται να το παίζεις αριστερός για να φτουράς. Μην ντρέπεσαι να γράφεις με αερόθερμο για κανένα δεκάλεπτο.

Συζήτησε με τον ιδεολογικό σου εχθρό και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Μην καταδικάζεις την ελευθερία του λόγου «από όπου κι αν προέρχεται» και μην εφευρίσκεις εχθρούς εκεί που δεν υπάρχουν.

Αποδέξου όσους τόσα χρόνια δεν έκλεβαν και πλήρωναν τους φόρους τους, επιδεικνύοντας τη μεγαλύτερη αλληλεγγύη και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Στήριξε όσους ανθρώπους κάνουν κάτι περισσότερο από τη δουλειά τους και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Μπροστά στο θάνατο θεμελίωσε τη ζωή και θα ‘χεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Θύμωσε με τα πραξικοπήματα των τεχνοκρατών σε Ελλάδα και Ιταλία και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Βρες ποια είναι η Goldman Sachs και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Άκου το νέο σου Μπουμπούκο, μάθε τι πιστεύει και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Βγες στο δρόμο, απαίτησε εκλογές και θα ‘χεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Δεν απέτυχαν οι πολιτικοί για να μας κυβερνούν οι τραπεζίτες.

Γέμισε τις πλατείες, κράτα ενός λεπτού σιγή για τη Δημοκρατία και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Ζήτα να αποφασίσεις εσύ για τη δραχμή ή το ευρώ και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Αν φοβάσαι να είσαι πολίτης, μην απορείς που σε θεωρούν υπήκοο. Αρνήσου το επίδομα ψήφου τους.

Επανάλαβε πως καμία δημοκρατική διαδικασία δεν μπορεί να αποτελεί λάθος, απρέπεια, εκτροπή, εκβιασμό, τρικ, κίνδυνο, εφιάλτη και να προκαλεί προβληματισμό, οργή, νευρικότητα και ανασφάλεια και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Διάβασε βιβλία του Εδουάρδο Γκαλεάνο και του Χάουαρντ Ζιν και θα ‘χεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Θύμωσε με όσους κατάντησαν τον πολιτισμό νανούρισμα και το βιβλίο φετίχ και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Μίλα με τον άνεργο και το μετανάστη που δεν διαθέτουν διεθνές κύρος και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Δέξου να είσαι όλα όσα αρνήθηκες να γίνεις και όχι όσα δεν είπες και δεν έκανες και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Μη θέλεις να έχεις όλους τους ανθρώπους με το μέρος σου. Δεν προλαβαίνεις για τόσο δίκιο. Αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο πάση θυσία, αυτοκτόνησε. Κι ο κόσμος θα έχει αλλάξει. Δεν τιμάς όμως έτσι το Πολυτεχνείο.

Αναλογίσου τη δήλωση του ΣόροςΟι αγορές ψηφίζουν κάθε μέρα». Όταν θα αρχίσει να σε σοκάρει τούτη η αθώα φράση, θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Φτύσε όλους τους γραφιάδες που μέχρι πρότινος στηρίζανε και τώρα το παίζουν συμπονετικοί και «φιλόζωοι» και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Διάβασε πού να πάρει η ευχή πίσω από τις λέξεις τους και μη ξαναμοιραστείς με τους φίλους σου τα άθλια κείμενά τους. Παπαδοπουλάκια θα τους έλεγε όλους τους ο Παναγούλης σου. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, σβήσε το Facebook σου τώρα που ξύπνησαν ακόμη και ο Λαζό με το Μπογιό. Μάθε γιατί. Και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Απόρησε με τους πνευματικούς ανθρώπους σου που γράφουν μία πρόταση και νομίζουν ότι παρεμβαίνουν και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο

Συγχώρεσε τους κάθε λογής Atenistas και όσους κάνουν καλές πράξεις προδίδοντας τη Μεγάλη Επανάσταση και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο. Εγώ ξέρω μία κοπέλα που πήρε φαγητό σε ένα παιδί που πεινούσε και ακόμα της μιλάω.

Κλείσε το τηλέφωνο την επόμενη φορά που θα σου ζητήσουν τη γνώμη σου στη στημένη τους δημοσκόπηση και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Πήγαινε στην πορεία γιατί έτσι σου υπαγορεύει η συνείδησή σου και θα έχεις τιμήσει το Πολυτεχνείο.

Πήγαινε στην πορεία για να φας χημικά και να παίξεις με τους μπάτσους και θα έχεις τιμήσει την Αστυνομία.

Κάνε κάτι από όλα αυτά, είναι κι άλλα πολλά όσα μπορείς να κάνεις και τώρα τα ξεχνάω, αλλά σταμάτα προς Θεού να φοβάσαι γιατί θα ξεράσω. Τίμα επιτέλους το Πολυτεχνείο.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Που ‘ναι ο καιρός

«Ο κόσμος θα δουλέψει πιο σκληρά και θα ζήσει μια πιο ηθική ζωή». Andrew W. Mellon, Υπουργός Οικονομικών των Η.Π.Α μετά το Κραχ του ‘29.

Από τον καιρό που ο Νίτσε αθώωσε τον κόσμο εξαιτίας της απουσίας σκοπού του, ο άνθρωπος αφοσιώθηκε ξεψυχισμένα πάνω από το προσκεφάλι του προκειμένου να του αποδώσει ένα με το ζόρι. Αδύναμος, ανασφαλής και μόνος καθώς παρέμενε μέσα στα πλήθη, δεν βρήκε καλύτερο τρόπο να δραπετεύσει από τις κραυγές της θνητότητάς του και εργάστηκε σκληρά πάνω στην εξίσωση της ζωής: Η λύση στην οποία κατέληξε ήταν η δύναμη, τουτέστιν το Χρήμα. Στο γήπεδο δεν χωρούσαν όλοι φυσικά. Το παιχνίδι έπρεπε να γίνεται σε κλειστό κύκλο. Εξαγοράζοντας όχι τόσο την ευτυχία όσο τη δυστυχία του, όπως έλεγε ένας ήρωας του Χίτσκοκ στο Ψυχώ, με μέσο την εργασία που οι αρχαίοι θεωρούσαν όνειδος, στο κυνήγι του χειροπιαστού θεού μπήκαν και οι απλοί άνθρωποι, τόσο απλοί που θέλησαν κι εκείνοι να καταδυναστεύουν το διπλανό τους. Απολύτως απενοχοποιημένοι από το γεγονός ότι ζούσαν πράγματι μαζί με άλλους, τόσο διαφορετικούς αλλά και τόσο όμοιους, περίεργους στην πλειοψηφία τους τύπους, που άλλοτε τους ονόμαζαν συνανθρώπους, άλλοτε συμπολίτες και άλλοτε, απλούστερα, μαλάκες, δεν ανέπτυξαν θλιβερές αυταπάτες όπως το Εμείς. Στην αρένα μπήκαν απλώς για να επιβιώσουν.

Και οι πιθανότητες ήταν με το μέρος τους. Η ανάπτυξη και η πρόοδος στο χέρι τους. Δουλειές υπήρχαν σχεδόν για όλους και επιπλέον άρχισαν να γίνονται πιο ανθρώπινες-μετά από θυσίες και αγώνες- σε βαθμό που αρκετοί άρχισαν να προβλέπουν με βεβαιότητα ότι στις αρχές περίπου τους 21ου αιώνα ο άνθρωπος θα εργάζεται κανένα τρίωρο όπως είχε ονειρευτεί ο Λαφάργκ και την υπόλοιπη μέρα θα την έβγαζε στο κρεβάτι ή διασκεδάζοντας σε κάποιο ξέφρενο πάρτυ των Καταστασιακών. Έμενε μόνο να το ήθελες. Ένας πια και ο τρόπος να γίνει κανείς ελεύθερος. Να βγάζει λεφτά. Όσοι βάλθηκαν να γίνουν μαγνήτες τους, στην πορεία λησμόνησαν πως υπήρχαν και ένα σωρό άλλοι τρόποι να καταφέρουν το ίδιο πράγμα: Να είσαι ερωτευμένος, να αγαπάς χωρίς αλλά, να ζεις στη φύση και με τη φύση, να δημιουργείς, να γνωρίζεις, να διαθέτεις χιούμορ για κάθε συμφορά, αδιαφορία για κάθε καταστροφή ή τέλος το ακριβώς αντίθετο. Να είσαι ελεύθερος επειδή δεν έχεις τίποτα. Από τρόπους ανελευθερίας βρομούσε ανέκαθεν ο τόπος: Η μιζέρια, ο φόβος, η καταγγελία ως στάση ζωής, η δυσκίνητη δυστυχία, το άγχος της επιτυχίας, η άμυνα απέναντι σε καθετί καινούριο, η βιασύνη να δεσμευτείς υπό την πίεση της κοινωνίας που σε παρατηρούσε με γουρλωμένα μάτια, η ομηρία της επικαιρότητας και τώρα τελευταία των Social media, η ύπουλη ελπίδα. Όταν τα πράγματα ζόριζαν και οι συνήθεις ύποπτοι δυνάστες δεν μοίραζαν λόγω κρίσεων ευτυχία στο λαό, η σκέψη ήταν απλή: Στο ψέμα τους θα χύναμε το αίμα μας. Ένας πόλεμος, παγκόσμιος κατά προτίμηση, έλυνε τα χέρια των δεικτών και η οικονομία άνθιζε ξανά πάνω από τα φέρετρα των νεκρών.

Το σοκ από την κρίση επομένως δεν ήταν μόνο οι φόροι, τα χαράτσια και η cool ανεργία, αλλά το χτύπημα στην ίδια την κουλτούρα της κατανάλωσης. Η απόλαυση για αρκετά χρόνια δεν παρουσιαζόταν απλώς ως μία από τις επιλογές, αλλά υπαγορευόταν ως καθήκον του πολίτη όπως παρατηρεί ο Μπροντιγιάρ, ένας μονόδρομος όπως αυτός που βιώνουμε σήμερα. Η σωτηρία της πατρίδας περνούσε από τις νέες παραλαβές και τα καινούρια προϊόντα, τη νέα μόδα που γινόταν όλο και νεότερη, τα τέλεια προϊόντα που γίνονταν ολοένα και τελειότερα. Όπως οι ευγενείς επιδείκνυαν τους τίτλους ευγενείας τους, οι αστοί επιδείκνυαν τους τίτλους ευτυχίας τους(Μπρυκνέρ). Για να είσαι αποδεκτός, όφειλες να είσαι μέσα σε όλα και να τρελαίνεσαι στην ιδέα ότι κάτι πολύ ασήμαντο χάνεις αφού ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να βρίσκεσαι σε έξι μαγαζιά με διαφορετικά happenings ταυτόχρονα. Μπορεί στον τομέα σου να ήσουν εξειδικευμένος και να μην είχες ιδέα για χιλιάδες άλλα πράγματα, δεν σου επιτρεπόταν ωστόσο να μη ξέρεις τι είναι trendy αυτή την εποχή, τι είναι hot, τι είναι wow, να μην έχεις πάει στη Μύκονο, στην Ίο ή στην Αγία Νάπα. Η κατανάλωση ήταν το μοναδικό σου μέλημα και οι πάντες έσπευδαν να στο υπενθυμίσουν όταν έδειχνες κακόκεφος ή απλώς μπουκωμένος από την υπερβολική διαφήμιση, την σχετική άνεση και τη θολή κουλτούρα.

Η κρίση λοιπόν επέβαλλε εκτός από τη λιτότητα και την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας, ένα πραξικόπημα πιο ισχυρό ακόμα και από το πρώτο μνημόνιο. Όσα έκαναν κάποιον πολίτη, ξαφνικά τοποθετήθηκαν πάνω από τις δυνατότητες του, προνόμια συγκυριακά που έπρεπε να ξεχάσει. Τα πιο ενδιαφέροντα από τα δικαιώματά του, χάνονταν σιγά-σιγά μέσα από τις τσέπες του. Όπως μία γυναίκα σε χωρίζει όταν γίνεσαι όσα σου ζήτησε, η προδοσία άφησε μία βαθιά πληγή στην εμπιστοσύνη του πολίτη με το κράτος που ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του πιο φτωχό κι από τον ίδιο. Η αμηχανία που η νέα κατάσταση δημιούργησε ήταν επειδή οι άνθρωποι δεν όφειλαν μόνο να πληρώσουν ακριβά κάθε στιγμή αμεριμνησίας τους αλλά ταυτόχρονα να ξαναγεννηθούν από τα σκουπίδια τους που τώρα τα έψαχναν κάποιοι άλλοι στους κάδους, ήσουν δεν ήσουν celebrity. Η κρίση έφερε μαζί της συν τοις άλλοις μία κρίση ταυτότητας που φαντάζει μέχρι και σήμερα τόσο δύσκολη στη διαχείρισή της όσο και η αμιγώς οικονομική.

Η αλήθεια είναι πως η ισχυρή Ψωροκώσταινα, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, δηλαδή περίπου από το περίφημο τέλος της ιστορίας και την πτώση του τείχους, βολόδερνε στις αγορές χρεοκοπημένη, ζητώντας δάνεια για να αποπληρώσει προηγούμενα δάνεια. Χωρίς το αντίπαλο δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι άνθρωποι που διέταζαν το χρήμα και με τη διανόηση να κάνει τα στραβά μάτια, έγιναν περισσότερο αχόρταγοι, περισσότερο άπληστοι και εξαιτίας τούτης της ορμής τους, παντοδύναμοι απέναντι σε οκνηρούς κατά κανόνα πολιτικούς. Όλοι και όλα μπορούσαν να γίνουν στοίχημα, ζαριά στο καζίνο, μία ή και μισή πιθανότητα. Καθώς το χρήμα απελευθερωνόταν, οι άνθρωποι υποδουλώνονταν πρόωρα κυνηγώντας το, ώσπου κάποια στιγμή τα πάντα τινάχθηκαν στον αέρα.

Προς το παρόν, ο καπιταλισμός διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι τίποτα δεν τελείωσε παρά την βαθιά ύφεση, διαψεύδοντας τις φήμες περί θανάτου του. Και εγώ παρόλο που τώρα τελευταία ακολουθώ τη συμβουλή του Λειβαδίτη για να κοιμηθώ, όλο και κάποιος καινούριος αναλυτής του Bloomberg εμφανίζεται για να ταράξει τον ύπνο μου ζητώντας μου να τον συμπεριλάβω σε όσους συγχωρώ. Είναι πλέον πιθανό, αν εξακολουθώ να μη θεωρούμαι χρήσιμος, να κάνουν άθελά τους έναν ωραίο και μεγάλο πόλεμο για μένα, ούτως ώστε να μπορέσω περήφανα να χαθώ στο βωμό της ευτυχία τους, ή καλύτερα, της εξαγοράς της δυστυχίας τους. Επίμονη η τελευταία και εξουσιομανής, δε διστάζει στιγμή μπροστά σε χρήσιμους ηλίθιους, μπροστά σε χρήσιμους ελεύθερους που ξέρουν πως ο καιρός που κάναμε τραγούδι τον καημό μας ίσως πλησιάζει.


Υ.Γ. Η Μέρκελ δηλώσε πρόσφατα στο Ράιχσταγκ:«Κανείς δεν θα πρέπει να θεωρεί δεδομένα άλλα πενήντα χρόνια ειρήνης στην Ευρώπη».

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Παπαγαλάκι

Παραμερίζω για λίγο την ενοχλητική νηφαλιότητά μου που φρενάρει τα like σας. Επειδή δεν είμαι πάντοτε ήρεμος, νομίζω ότι μπορώ να βλέπω ακόμα κάτι. Και επειδή ψυλλιάζομαι ότι ο καθένας έχει μία αλήθεια που δεν μπορεί να περιγραφεί ή να ταυτιστεί με τη δική μου, θα γίνω προκλητικός συνειδητά. Όποιον δεν αφορά το κείμενό μου που σε λίγο θα πάρει μορφή καταγγελτικού μέιλ σε blog χαμηλότατου επιπέδου, ας μη το διαβάσει ολόκληρο και ας μη θυμώσει. Σας διαβεβαιώνω, δεν είμαι παπαγαλάκι. Αρνούμαι όμως να γίνω το παπαγαλάκι της άλλης μεριάς.

Τα κείμενα αποτυγχάνουν. Παταγωδώς. Αλλά δύο συνεχόμενα, πάει πολύ. Λίγοι διαβάζουν, αλλά δεν είναι δικαιολογία αυτή για τις λέξεις μου. Ας βρούνε καλύτερη. Γράφω «μυρίζει μπαρούτι», σκοτώνεται άδικα διαδηλωτής. Γράφω «να σκεφτούμε κάτι καλύτερο από τη βία», εκδιώκεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την στρατιωτική παρέλαση. Και ενώ σε νιώθω, φίλε διαδηλωτή, τι το ήθελες το προδότης; Ηλικιωμένος άνθρωπος είναι σε μία διακοσμητική θέση. Ας τον ήσυχο. Ανάξιος είναι ούτως ή άλλως αφού είναι πρόεδρος μίας έννοιας άγνωστης ακόμα και σε σένα! Αυτός σε πείραξε; Δεν τρώγεται ούτε σώζεται με τίποτα ένας λαός που ο καθένας είναι στην κοσμάρα του, βρίζει και απειλεί. Ο καθένας, πλην ορισμένων λαμπρών εξαιρέσεων, επαναστατεί προς το παρόν για την πάρτη του, όπως ακριβώς ζούσε μέχρι να φτάσουμε εδώ. Επιπλέον όλες οι σπασμωδικές εκδηλώσεις αγανάκτησης είναι βούτυρο στο ψωμί του συστήματος που χρησιμοποιεί την εικόνα για να δημιουργεί περισσότερο φόβο. Το ερώτημα είναι: Μπορούν να συμπέσουν οι εξεγέρσεις μας; Το Εμείς είναι η πλάνη που φοβόμαστε; Τότε ας τελειώνουμε μία ώρα αρχύτερα μαζί του. Πάντως Εμείς αυτό το πράμα δεν το λες! Το χθεσινό όχι είχε γράμματα μικρά. Όλοι γνωρίζουμε ότι θέλει κεφαλαία. ΟΧΙ. Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Ας το σκεφτούμε κι ας το γράψουμε!

Μα εσείς ακόμα να μάθετε να χάνετε! Τίποτα δεν είστε μπροστά στους τραπεζίτες! Τίποτα! Χωνέψτε το! Καταλάβετε ότι ναι μεν οι πολιτικοί σας είναι ανδρείκελα αλλά είναι ακόμα σύμμαχοί σας, έστω και κατώτεροι των περιστάσεων και των προσδοκιών σας! Μέχρι χθες δεν τους αποθεώνατε; Μέχρι χθες δεν ήταν που διόριζαν τα αγέννητα παιδιά σας; Ε σας πληροφορώ ότι έμειναν το ίδιο άχρηστοι και ανεύθυνοι και το ίδιο θα ξανάκαναν εάν μπορούσαν. Το είπε τις προάλλες με παρόμοιο τρόπο ο Βενιζέλος. Αν θέλετε, αλλάξτε τους. Δεν έχουν καμία εξουσία στα χέρια τους καλύτερη από αυτή που καθημερινά βιώνετε και παρακαλάνε για να μην πέσει ακόμα πιο βίαια το βιοτικό σας επίπεδο. Αυτό με ενοχλεί αν με ρωτάτε στην εξουσία τους. Το ότι δεν τη λες εξουσία. Εξουσία ζητώ και ‘γω πάνω στις λέξεις, να τις χτυπάω στο πληκτρολόγιο και να βαράνε προσοχές. Και προσπαθώ για να πετύχω κάτι κάποτε. Η ανάγκη φυσικά ορισμένων γραφιάδων να μη πουν τίποτα συμπίπτει συχνά με την ανάγκη των αναγνωστών να μη χάσουν τίποτα παρά μόνο χρόνο. Ο κόσμος σε γενικές γραμμές διαβάζει για να κλείσει το μυαλό του και όχι για να το ανοίξει. Ειλικρινά λυπάμαι ώρες-ώρες που δεν μπορώ να ανήκω κι εγώ σε ένα βαρετό στρατόπεδο που θα μου υπαγόρευε τη στάση μου. Η κολακεία όμως δεν είναι το φόρτε μου. Στους πολιτικούς μας, τις περισσότερες φορές, αρκούσε που απλά έπαιρναν το ρόλο και μπορούσαν να διαβάζουν τα λόγια ενός κάποιου αρμόδιου ή Υπουργού. Δεν ενημερώθηκαν πως η παράσταση τελείωσε;

Το ξέρω, εκνευρίζεστε όταν λένε οι Πασόκοι: «Δε φτάνει που χρεοκοπήσαμε χαλαρά και σαλονικιώτικα, μας τη λένε κι από πάνω οι υπήκοοι», αλλά ψυχραιμία. Διεκδικείστε δικαιότερη απονομή των βαρών, στοιχειώδη πάταξη της φοροδιαφυγής, στοιχειώδη απονομή δικαιοσύνης, πιο βαθιά το χέρι στην Εκκλησία και στο μαγαζί τους. Τα άλλα κόμματα όμως τι λένε; Με μισεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ, το βλέπω, κάνει μπαμ και ανεργία, αλλά και οι υπόλοιποι πρέπει να με μισούν εξίσου. Και να σας πω την αμαρτία μου, μου φαίνονται πιο τελειωμένοι από τους κυβερνώντες που κάθε φορά που βλέπουν άρματα να παρελαύνουν φτάνουν μέσω ενός εξαίσιου συνειρμικού ελιγμού στη Δημοκρατία. Ξέρουν ότι η Δημοκρατία παγκοσμίως οδεύει προς τα άρματα και τις ερπύστριες των αριθμών. Τι σκατά όμως θέλετε, μου λέτε; Πορτοκαλάδα θέτε; Εκλογές, δραχμή και περισσότερη φτώχεια, δικτατορία; Είπαμε, πλούσιοι, με εθνική κυριαρχία, εργασιακά δικαιώματα και στο ευρώ, ξεχάστε το. Τα όχι έχουν και θυσίες, ξέρετε, και για αυτή την ταμπακιέρα δε λέτε τίποτα. Με κάνετε δηλαδή να σκέφτομαι πως το όχι το φοβάται περισσότερο αυτός που το φωνάζει.

Ξέρω έχουμε χούντα. Ε, όχι κύριοι, δεν έχουμε χούντα μόνο στην Ελλάδα κι ας μας γεμίζουν με χημικά στις διαδηλώσεις! Χούντα έχουμε σε όλο τον κόσμο! Μην αισθάνεστε λοιπόν ξεχωριστοί! Στη Χούντα του ’67 ο λαός εξάλλου έμαθα ότι στην πλειοψηφία του ήταν αρνάκι! Και ένας Παναγούλης που την πολεμούσε σχεδόν μόνος, όταν απέδρασε τον κατέδωσαν συγγενείς του για τριάκοντα αργύρια. Αυτοί ήμασταν. Αυτοί είμαστε; Ένα είναι βέβαιο: Οι καθοδηγητές χρειάζονται καθοδηγητές και οι φύλακες, φύλακες. Αυτό που προσπαθώ να πω τόση ώρα και δεν τα καταφέρνω είναι ότι μαζί σας είμαι αλλά νιώθω πια πως η μισητή Θάτσερ είχε δίκιο. «Δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα», έλεγε και ο κατακερματισμός της Αριστεράς φαίνεται να την επιβεβαιώνει. Η υποκρισία σας, οι καλοί σας τρόποι, η «αλληλεγγύη» σας, η «ανθρωπιά» σας, ήταν όλα τα προηγούμενα χρόνια ο τρόπος σας να κοιμάστε τα βράδια! Τώρα που τα χρειάζεστε είναι περίπατο στον εθνικό κήπο με υπάρξεις ακόμα πιο μόνες ή ονειρεύονται ένα νέο Γουδή! Κατακάθισε ξαφνικά η ζωή και βγήκαν στην επιφάνεια τα ψέματα που τη γεμίσαμε-για να μη τη ζήσουμε-και η μιζέρια της. Μόνο το μίσος σας μου λέει ότι αξίζει να προσπαθώ να σας χωρίσω μήπως κάποτε στ’αλήθεια «σμίξουμε τον κόσμο».

Σε αυτή την περιπέτεια θα είμαστε μαζί μόνο όταν όλοι μας και ο καθένας ξεχωριστά αποδεχτεί τούτο το μαζί. Αν δεν είμαστε θα είναι επειδή δε θελήσαμε να είμαστε, οπότε καληνύχτα και καλή τύχη όπως επαναλάμβανε και η Θάτσερ Στάη αντιγράφοντας το Μάροου, ένα παπαγαλάκι μιας άλλης εποχής. Ας υποταχθούμε στους νόμους της ιστορίας και ας σφαχτούμε! Ας γίνουμε οι θύτες της θυσίας μας! Κατανοώ την οργή σας που λέει και ο Παπανδρέου, κατανοώ ότι κουβαλάτε όλοι σας ένα σακί σαν αυτά που περιγράφει η Καρυστιάνη. Τα βάσανά σας. Αλλά εσείς τα παίρνετε και τα χτυπάτε σε όποιο κεφάλι βρείτε! Αν όλο αυτό δεν ήταν αδιέξοδο, θα ήμουν μαζί σας. Η εξουσία όμως, την αδικία της οποίας μιμείστε, λείπει ταξίδι για δουλειές και θα αργήσει να επιστρέψει. Μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε. Τη Χούντα σε όλα τα κανάλια τη λένε πια με το όνομά της. Όχι με το επίσημο, το καλλιτεχνικό της: Α-γο-ρές! Εξάλλου, αν ψάχνετε για αυτοκαταστροφές, έχω να σας προτείνω καλύτερες. Τι θα λέγατε για μία συντονισμένη, μαζική και επίμονη τσουβαλοδρομία;


Υ.Γ: Η τσουβαλοδρομία θα μοιράσει στους νικητές λιτά δώρα και χρηματικά έπαθλα σε δραχμές ενώ εκτός από επίμονη θα είναι και επίπονη. Αν αποφασίσετε τελικά να μην πείτε όχι και συνειδητοποιήσετε ότι απλά σας αρέσει να λέτε διαφορετικά το ίδιο ναι, ένα δημοσκοπικό «μάλλον ναι», σωπάστε ή φωνάξτε για τους σωστούς λόγους. Πάντως μην ξαναενοχλήσετε μέχρι την επόμενη παρέλαση τα παιδιά με τα ξυρισμένα κεφάλια γιατί τα φυλλάδια που μοιράζουν δε φτάνουν για όλους. Στραφείτε για περισσότερες πληροφορίες προς την Ευρώπη όπου ο φασισμός επέστρεψε και δεν αντιμετωπίζεται πλέον σαν μία άσχημη και ξοφλημένη ιδέα.

Ποιος φοβάται τη Δημοκρατία;

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις τράπεζες να μας σέρνουν από τη μύτη». Ζαν Κλοντ Γιούνκερ (24-10-2011).

Παρένθεση για τη χθεσινή μέρα: Ο Πλούταρχος αναλύει τις συμφορές του δανεισμού σε βιβλίο που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις «Νεφέλη». Το κείμενο είναι οξυδερκές και διεισδυτικό. Εξετάζει τα δεδομένα από ανθρώπινη σκοπιά και τα επιχειρήματά του είναι αψεγάδιαστα. Ωστόσο, σε συνθήκες παγκόσμιας αγοράς, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια τεράστια ποσότητα κεφαλαίων που ξεπερνούν έως και είκοσι φορές το παγκόσμιο Α.Ε.Π λιμνάζουν τούτη την ώρα διότι περιμένουν κάποιον να τα δανειστεί, μας λέει ο Δημήτρης Καζάκης και τουλάχιστον σε αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει αντίλογος. Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη στην ύφεση με αποτέλεσμα το χρήμα που δεν βρίσκει διέξοδο να ενισχύει την αβεβαιότητα. Το ντοκιμαντέρ Money as Debt είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό. Συν τοις άλλοις οι τράπεζες σε εξωθούσαν να πάρεις δάνειο πριν σκάσει η φούσκα των ακινήτων στην Αμερική. Ο Αυστραλός αναλυτής στο σκετς είναι σαφής:«Δεν πρέπει να αγοράζεις όσα μπορείς. Χρειάζεται να μπορείς να πληρώνεις τον τόκο των χρημάτων που θα δανειστείς προκειμένου να τα αγοράσεις». Φταις εσύ που δανείστηκες μέσα στην περίοδο της αέναης ευφορίας, λένε. Δεν περνάει κρίση ο καπιταλισμός, περνάει ο άνθρωπος, επιμένουν. Μα αυτός περνούσε πάντα ρε παιδιά. Τραγουδώντας «Κομμένα πια τα δανεικά» ο οικονομικός αναλυτής πίστας, Αντώνης Ρέμος, επιτείνει τη σύγχυση. Διότι, Αντώνη μου, κανείς δεν θέλει να είσαι αυτάρκης. Και οι πιο υποψιασμένοι νιώθουν ότι δεν σου επιτρέπεται και να είσαι. Σίγουρα ο Πλούταρχος δεν θα ήταν ένας από τους αρθρογράφους του καθεστώτος που μας μαλώνουν τακτικά τα δύο τελευταία χρόνια. Το λέει άλλωστε ξεκάθαρα ο μεγάλος ιστορικός: εργαλείο του κατακτητή είναι ο δανεισμός. Επομένως ας μη μπερδευόμαστε. «Το ένα είναι το πολύ» έλεγε κι ο Ηράκλειτος αλλά αποκλείεται να είχε στο νου του τον ένα εργαζόμενο του πρωθυπουργού.


Παρένθεση για τα προηγούμενα χρόνια: Ο Άνταμ Σμιθ όταν συνέλαβε τον καπιταλισμό και το αόρατο χέρι του είχε λάβει τις ανθρώπινες ατέλειες υπόψη του και τις αποζητούσε:«Δεν περιμένουμε από την καλοσύνη του χασάπη, του ζυθοπώλη και του φούρναρη το γεύμα μας αλλά από τη μέριμνά τους για το συμφέρον τους. Δεν απευθυνόμαστε ποτέ στην ανθρωπιά τους αλλά στον εγωισμό τους. Και δεν τους μιλάμε ποτέ για τις ανάγκες μας αλλά για το κέρδος τους». Ποιος σας μίλησε λοιπόν για ανθρωπιά; Γιατί κατηγορείτε τους συνανθρώπους σας που την έχασαν; Δεν τους ζητήθηκε ποτέ να αναπτύξουν τα προτερήματά τους. Τα τελευταία ήταν τις περισσότερες φορές εμπόδιο στην επιτυχία τους. Αν υπήρχε μέτρο και η απληστία απουσίαζε, ο καπιταλισμός θα είχε καταρρεύσει προ πολλού. Και παρόλο που ως Έλληνες παίξαμε το παιχνίδι εξαιρετικά εγωιστικά, αποτύχαμε γιατί ήμασταν αφελείς, λίγο έως καθόλου επινοητικοί και κλειστήκαμε στην άμυνα. Εάν το πολιτικό σύστημα λογοδοτήσει κάποτε θα είναι γιατί πάσχιζε να αποκτήσει κοινή εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία και αμέλησε να αποκτήσει οιαδήποτε έναντι των αγορών. Παράγγελνε απέξω ενώ είχε ακόμα δυνατότητες να φτιάξει κάτι να φάει ρίχνοντας μια ματιά στο ψυγείο. Η ανελέητη αυτοκριτική, ωστόσο, όταν οι Αμερικανοί που μας δίδαξαν το σύστημα είναι πιο χρεοκοπημένοι, δεν ωφελεί. Χάσαμε σε ένα παιχνίδι κι αν κάτι θα έπρεπε να μας δημιουργεί ερωτήματα για τις προθέσεις της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» είναι ο αποκλεισμός μας από τις χρηματαγορές-παιδικές χαρές και όχι η αναμφίβολη αποτυχία των ανεύθυνων κι, ως εκ τούτου, επικίνδυνων ηγεσιών μας.

Παρένθεση για την επόμενη μέρα: Η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Θα το έχετε ακούσει. Και ίσως οδηγούμαστε εκεί αναπόφευκτα. Αναρωτιέμαι ωστόσο. Εφόσον είναι ορισμένοι υπέρ της βίας και κατά της αστικής δημοκρατίας, τα προνόμια της οποίας απολάμβαναν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό μέχρι πρότινος, θα έπρεπε να καταλαβαίνουν ότι η βία αυτή μπορεί να στραφεί εναντίον τους. Δε γίνεται να πιστεύεις στη βία και να μη πιστεύεις στη βία που ίσως βιώσεις στο πετσί σου μέσα σε μία αιματηρή μάχη. Δεν μπορώ λοιπόν να βρω το λόγο που αυτοί οι ορισμένοι δεν αυτοπυρπολούνται! Έστω ένας, δύο από δαύτους. Να ασκήσουν δηλαδή τη βία που προτείνουν εναντίον του εαυτού τους. Θα έδιναν έτσι το έναυσμα για τις πρώτες σφαγές, θα έπειθαν για το δίκιο του αγώνα τους, θα έπεφταν οι προδότες, θα γίνονταν και ήρωες. Πολλά τα πλεονεκτήματα. Κάτι μου λέει ότι δε θα το αποτολμούσαν. Αγαπούν τον εαυτούλη τους όπως κι εγώ. Δεν τους μέμφομαι. Αλλά ίσως ήρθε η ώρα να καταλάβουν ότι η επιείκεια ακόμα και με τους δυνάστες σου δεν είναι ηττοπάθεια. Είναι απλή απροθυμία να χαρίσουμε κι άλλους ανθρώπους στην ανόητη εξουσία τους. Είναι επιθυμία που πηγάζει από τη γνώση της ιστορίας και των επαναστάσεων που αφάνισαν αθώους στο όνομα μίας δικαιοσύνης και μίας ισότητας που δεν ήρθε ποτέ. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει τρίτος δρόμος. Ειρηνικός, μαζικός, επίμονος, με φαντασία, με πάθος, με χιούμορ και προπάντων ευρωπαϊκός και διαδικτυακός. Μας περισσεύει το μίσος και μας λείπει το κέφι ενώ δεν θα έπρεπε. Υπάρχουν περιθώρια τουλάχιστον ακόμη. Ο τέταρτος δρόμος, εάν συνοδευτεί με την επιστροφή στα χωριά και όχι με μαζική φυγή στο εξωτερικό, διόλου δε με ενοχλεί. Καλύτερα χρήσιμος σε μία χειρωνακτική εργασία παρά άχρηστος δημοσιογράφος που προβαίνει σε μάταιες αποκαλύψεις για άπονες εξουσίες οι οποίες πάντοτε θα υπάρχουν παρά τη θέλησή μου. Καλύτερα με χέρια βρόμικα παρά με χέρια μες στο αίμα. Καλύτερα νεκρός παρά πουτ…. γιος για να το πω γηπεδικά και να το πιάσουν και τα παλικάρια. Άλλωστε αυτοί που θα αποφασίσουν να αυτοπυρποληθούν θα είναι τελικώς άλλοι κι όχι οι εισηγητές του μίσους και της έντασης που έχουν ακόμα να χάσουν πολλά. Ήδη οι αυτοκτονίες είναι σε ημερήσια διάταξη. Έγινε λάθος στους νεκρούς και ζητούν τους σωστούς; Μας λείπει βία και ζητάμε περισσότερη δράση; Από την έναρξη της κρίσης προσωπικά δεν έχω πλήξει λεπτό και ίσως αυτή είναι η μία και μοναδική επιτυχία του προγράμματος του Δ.Ν.Τ και της Ε.Ε. Μας έχει καθηλώσει ενώ θα έπρεπε να εξετάζουμε εναλλακτικές.

Η τέταρτη παρένθεση είναι αντίθετη με το πνεύμα των καιρών. Κάθε πολίτης όλο αυτό το διάστημα μετρίαζε τις δημοκρατικές ευαισθησίες που είχε διασώσει ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Εν γνώσει του πρόδιδε τις ιδέες του και έβαζε πλάτη. Μόλις τη Δευτέρα του ξύπνησε το παρελθόν μία δήλωση του Υπουργού Πολιτισμού της χώρας: «Ακούω πολύ συχνά ότι οι εκλογές θα μας κοστίσουν πολύ. Να μας κοστίσουν. Δεν πειράζει. Φτάνει το αποτέλεσμα το οποίο θες να φέρεις να είναι αυτό το οποίο είναι ουσιαστικό για τον τόπο. Ο φόβος μου πάντα είναι ότι τέτοιου είδους εργαλεία, αν δεν τα έχει χρησιμοποιήσει κανείς σωστά, αντί να προσθέτουν στον διάλογο ουσιαστικά τον κωδικοποιούν προς λάθος κατεύθυνση». Η λαϊκή βούληση αποτελεί ένα εργαλείο για τον κύριο Γερουλάνο. Είναι κάτι σαν τη δημοσκόπηση. Μία τράπουλα που πριν τη βάλει στο τραπέζι οφείλει σαν γνήσιος και υπεύθυνος σωτήρας να τη σημαδέψει. Ένας δονητής που αν μάθει η ενδιαφερόμενη λαϊκή κυριαρχία να τον χρησιμοποιεί σωστά, δεν θα έχει ανάγκη την πασοκική στύση. Ο υπουργός δεν μπαίνει καν στη διαδικασία των παλιών καλών λαοπλάνων να πει ψέματα. Φοβάται μια δημοκρατία που δε θα τον βολέψει στην κορυφή της γιατί ενδέχεται να αποδειχτεί κακή τόσο για τα συμφέροντά μας όσο και για τα συμφέροντά του. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης σημείωνε κάποτε πως η Δημοκρατία προϋποθέτει όμως αυτό ακριβώς το δικαίωμα του λαού: να σφάλει και μάλιστα να σφάλει βαριά. Από πότε λοιπόν εκχώρησε στους δανειστές ο Υπουργός και το δικαίωμά μας σε αυτό που εκείνος ορίζει ως αυτοκαταστροφή μας; Πόσο απέραντα νυχτωμένη και εμποτισμένη από τον κυρίαρχο ευρωπαϊκό οικονομικό φασισμό είναι η ρητορική του; Όσο φαντάζομαι και της κυρίας Έλενας Παναρίτη που εν τη ρύμη του λόγου της αναφώνησε σε τηλεοπτική εκπομπή: «Δυστυχώς δεν έχουμε δικτατορία». Μετά και από αυτό, έπαψα πια να εντοπίζω το πρόβλημα σημαντικής μερίδας των κυβερνώντων στην έλλειψη συναίσθησης πράξεων και λόγων. Η αλαζονεία της εξουσίας έχει εξαφανίσει κάθε υπόνοια μίας ενεργούς συνείδησης, γεγονός που τους επιτρέπει να υπηρετούν τη δικτατορία που δυστυχώς έχουμε, «να ενεργούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι άνθρωποι να αποδεχθούν ότι οι δημοκρατικοί μηχανισμοί δεν είναι αληθινά σημαντικοί» όπως παρατηρεί ο Ζίζεκ και να μας αλλάζουν την αντίληψη που έχουμε για την εθνική κυριαρχία όπως τους εμψυχώνει ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ κ.Τρισέ. Εντούτοις, θα ήταν άδικο να μην προσθέσουμε πως ούτε για την αντιπολίτευση και το δημοσιογραφικό κατεστημένο φαίνεται να υπάρχει Ελλάδα αφού πάνω απ’όλα παραμένει το κόμμα και το κανάλι ή η εφημερίδα, οι προσωπικές φιλοδοξίες και τα συμφέροντα, με δυο λόγια η επιβίωση στα καταφύγια της ύφεσης όσο το δυνατόν περισσότερων βαμπίρ που μας έφεραν εδώ και που ανασυντάσσονται για να βγουν πιο αιμοβόρα στην επιφάνεια όταν λήξει ο συναγερμός. Για την αφεντιά τους η έξοδος της χώρας από την κρίση θα ήταν παιχνιδάκι καθότι είναι ικανότατοι στο να ακούν μόνο τον εαυτό τους και αυτομάτως θα καθιστούσαν λιγότερο πολύπλοκη κάθε διαπραγμάτευση. Εφτάψυχα τα λαμόγια, επιστρατεύουν μάλιστα όλο και πιο συχνά πιασάρικες πατριωτικές κορώνες που γίνονται εντονότερες όταν συμπίπτουν με τις εθνικές εορτές. Το μαγαζί, δω πέρα, τους ανήκει και οι επιτηρητές απειλούν να στερήσουν και από εκείνους υπηκόους, θέτοντας σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία των μαντριών τους. Βλέπετε, οι ψηφοφόροι είναι ακόμα του χεριού τους.

Είναι μακριά άραγε η στιγμή που όλοι οι Έλληνες θα καταλάβουν ότι ο μόνος αληθινός δημοκράτης που ζήτησε τη ψήφο τους όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο Βασίλης Λεβέντης; Το κούρεμα έκλεισε και θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα. Ποτέ δεν ξέρεις με την Ευρώπη τι σου ξημερώνει. Με τις υγείες μας λοιπόν. Και μη σπεύσετε να επιλέξετε μήτε ανάμεσα σε σωτήρες μήτε ανάμεσα σε προδότες. Έχουμε χρέος, χρέος ανθρώπινο που για όποιον το κουβαλάει δε διαγράφεται μονομερώς, κάτι καλύτερο από το σύνθημα «βία για όλους» να σκεφτούμε και να εφαρμόσουμε, αφού ο Θεός της Ελλάδας, που με τόσες αρμοδιότητες φορτώσαμε όλα αυτά τα χρόνια, δε σκοπεύει να κάνει άλλη εμφάνιση-αστραπή μετά τη χθεσινή και λιγόστεψαν και απότομα όσοι ήθελαν να τους κάνουμε για μία μόνο μέρα πρωθυπουργούς.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Ο χαμένος τα σαρώνει όλα

1. Οι «Πρωταγωνιστές» μιλούν για την εγκληματικότητα και την αποσυνδέουν από την κρίση. Την ίδια μέρα στο σαλόνι της η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία παρουσιάζει έκθεση του Ο.Η.Ε που αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Η μείωση του Α.Ε.Π αυξάνει τους φόνους. Στις Η.Π.Α η ανεργία έχει σκαρφαλώσει σε επίπεδα ρεκόρ και στη Μεγάλη Βρετανία η φτώχεια είναι στα επίπεδα του 1974. Οι δυο χώρες υποτίθεται δεν βρίσκονται ανάμεσα σε αυτές που βιώνουν έντονα την επίθεση του καπιταλισμού στους λάτρεις του. Οι λαοί αρχίζουν να σαλεύουν και με έναν καφέ ή ένα σεισμό ίσως ξυπνήσουν.

2. Η ανεργία αυξάνει τις αυτοκτονίες λέει ρεπορτάζ της Ν.Ε.Τ. Την ίδια ώρα όμως μας καθησυχάζει: μειώνει τα τροχαία! Αυτοκτονούν δηλαδή όσοι θα σκοτώνονταν στο δρόμο. Μικρό το κακό. Με την ίδια λογική οι πειρατές των σκουπιδιών δεν πεινάνε. Απλώς γουστάρουν το μενού. Εξού και οι καθημερινές εγχειρήσεις ανοιχτών κάδων.

3. Ο σπουδαίος Παντελής Μπουκάλας επιστρέφει στην Καθημερινή και το πρώτο σχόλιο που παίρνει το κείμενό του είναι του κυρίου Γιάννη. Ουστ από εδώ του λέει κηφήνα ο πρώτος αναγνώστης. Ας έβγαινε συχνότερα στο γυαλί.

4. Παλιό αλλά επίκαιρο: Ο Κώστας Τσιρώνης γίνεται ήρωας μετά την απόλυσή του. Λίγες μέρες αργότερα ακολουθώντας την πορεία δέχεται απειλές. Σήκω φύγε αλήτη, ρουφιάνε, δημοσιογράφε γιατί θα σου σπάσουμε την κάμερα. Οι ίδιοι μετά από λίγο φωνάζουν ευχαριστημένοι:«Εμείς θα τον προσλάβουμε τον Κώστα τον Τσιρώνη, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».

5. Από το μην πετάτε τα σκουπίδια περάσαμε στο μην τα μαζεύετε. Οι συνδικαλιστές άργησαν αλλά άγγιξαν επιτέλους με την υπεύθυνη στάση τους την ίδια την ουσία, την ίδια τη φιλοσοφία της εξουσίας: τα σκουπίδια πρέπει να παραμένουν στο έδαφος επειδή είναι τεμπέλικα. Ο Julien Green είχε πει κάποτε ότι: «Η μεγαλύτερη ίσως παρηγοριά των καταπιεζόμενων είναι ότι πιστεύουν πως είναι ανώτεροι από τους δυνάστες τους», περιγράφοντας το πιο εφιαλτικό σενάριο.



Όπως ίσως παρατηρήσατε, ο βιασμός της πραγματικότητας, της αξίας και της ποιότητας συνεχίζεται. Ηθελημένα ή μη, τυχαία ή όχι, από ιδιοτέλεια ή από απλή αστοχία. Σε ένα ατελείωτο όργιο κανιβαλικού αναβρασμού, συνεχίζουμε να κρίνουμε βιαστικά, να παρεξηγούμε, να τρώμε τις σάρκες μας, να κατεβάζουμε το χειμωνιάτικο μίσος από τη ντουλάπα. «Οι λέξεις έχασαν το νόημά τους». Δεν μας το σφυρίζουν αυτή τη φορά οι ποιητές αλλά ο Λοβέρδος, η Διαμαντοπούλου και ο Ραγκούσης. Το κείμενό τους, η ύστατη προσπάθεια του πολιτικού συστήματος να μην αναλάβει τις ευθύνες του, εκφράζει την ανάγκη τους που πρέπει πάση θυσία να αλλάξει την πραγματικότητα αφού το ΠΑ.ΣΟ.Κ ως γνωστόν είναι κίνημα αλλαγής της: Λαέ μην είσαι πεισματάρης και καθυστερείς άσκοπα τη δική σου. Η θέληση, η ειλικρίνεια και η φαντασία που θα χρειαζόταν η περιγραφή μιας ελάχιστης κοινής αλήθειας δεν διδάσκεται σε σεμινάρια συγγραφικής τέχνης ούτε είναι προτεραιότητα των τριών παρατηρητών μας, δελφίνων μίας κυβέρνησης που αν υπήρχε, θα τη σχολιάζαμε με μεγαλύτερη προθυμία.

Ο Ρούζβελτ κάποτε είπε στους απεργούς:«Συμφωνώ μαζί σας, θέλω να το κάνω, αναγκάστε με να το κάνω», εννοώντας την προώθηση ενός φιλολαϊκού νομοσχεδίου. Το κλείσιμο του ματιού όμως στις μέρες μας δεν έρχεται. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η χώρα είναι δεδομένοι και πιθανότατα ανεξέλεγκτοι. Ο λαός θα μπορούσε επομένως να είναι σύμμαχος και όχι ένας εχθρός που «δεν κατανοεί τις δυσκολίες» τώρα που οι Οίκοι απειλούν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα με την Ευρωζώνη. Η σιωπή και η προτεινόμενη άγνοια είναι επιθυμία των αγορών, δεν είναι λύσεις στο έλλειμμα ηγεσίας της Ευρώπης ούτε στο δημοσιονομικό μας πρόβλημα. Οι πολιτικοί μας, αποκρύπτοντας τις πραγματικές ερωτήσεις και δίνοντας τις πιο light απαντήσεις, επιβεβαιώνουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι πρέπει να τους αφήσουμε ήσυχους αφού δεν κυβερνούν εκείνοι. Η κρυψίνοιά τους, εάν δεν είναι ζήτημα ουσιαστικής και όχι απλώς πολιτικής επιβίωσης, εύλογα φαντάζει ύποπτη και δουλοπρεπής. «Μάθετε λιγότερα» είναι όλο αυτό το διάστημα το μήνυμα του πρωθυπουργού. Μη βάζετε τα χέρια σας στην πρίζα της ενημέρωσης, μην αποπροσανατολίζεστε από κανένα άρθρο. Εάν υποψιάζεστε πολυπλοκότητα, είστε απλά Πασόκοι και μπράβο σας. Οι λεπτομερείς λόγοι του Ανδρουλάκη και του Βαρουφάκη, φωνές που προειδοποιούν, δεν είναι για όλους. Η Ελλάδα στο σκοτάδι και στην άγνοια είναι πιο ελκυστική για τους ξένους επενδυτές.

Παράλληλα, η αυτοκριτική που προτείνεται στον ελληνικό λαό δεν είναι εκείνη που χρειάζεται και το ξέρει. Καμία αφήγηση δεν θα τον έκανε να νιώσει πιο όμορφα με την εξαθλίωσή του. Πρώτη φορά μάλιστα η ιστορία συμπεριλαμβάνει στα σχέδια της τους 20άρηδες και τους 30άρηδες της χώρας. Τόσα χρόνια αισθανόντουσαν ανίκητοι διαβάζοντας ή αδιαφορώντας για τα αμέτρητα θύματά της, ακονίζοντας νύχια και φιλοδοξίες που καλούνται πλέον να χρησιμοποιήσουν μακριά από μία πατρίδα που τους καταθλίβει. Η απόγνωση, η ελπίδα και η καταστροφή δεν απέχουν πολύ για τους υπόλοιπους και δυστυχώς παίζουν την ίδια ώρα με τα τούρκικα σίριαλ αυξάνοντας την αμηχανία. Θα μπορούσαμε ωστόσο να περνάμε δημιουργικότερα την ώρα μας: Τοκίζοντας ενδοιασμούς, ποτίζοντας σιωπές, καταστρέφοντας φοβίες και επικοινωνώντας με τον άγνωστο της διπλανής πόρτας που εντελώς απροσδόκητα αποδεικνύεται άνθρωπος. Το παιχνίδι μπορεί ακόμα να γυρίσει. «Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί, στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν» ενθαρρύνει ο αισιόδοξος Καρούζος.

Η ζωή δε χαρίζεται χωρίς να ανατραπεί. Το ξέρουμε γιατί το τραγουδήσαμε. Άγνοια στίχου δε συγχωρείται. «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι, κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Ελύτης όμως ήταν αυτός. Εμείς φοβόμαστε γενικώς και αορίστως. Στα κείμενά μας ακόμη ποζάρουμε για να βρούμε τη γωνία που θα κολακεύσει τα λάθη μας και θα μας απαλλάξει. Έχουμε πεισθεί ότι οι κατηγορίες εις βάρος μας ευσταθούν. Τόση αυτοκαταστροφική αφέλεια, τόση αυτοκαταστροφική επαναστατικότητα που επιθυμεί κι άλλο δίκιο ξεχνώντας ότι το έχει ήδη με το μέρος της, μυρίζει μπαρούτι. Η Αγγελάκη-Ρουκ θα ήθελε να χρωστάμε τη σοφία της εξέγερσής μας ή την ήττα μας στο φόβο που μας ανάγκασε να αναστοχαστούμε. Σε διαφορετική περίπτωση το «Μαζί μπορούμε» θα παραμείνει μαζί με το «Λεφτά υπάρχουν» σε λίστα αποτυχημένων προεκλογικών συνθημάτων και αυτή τη φορά δεν θα χρειαστεί να αναλάβουμε την ευθύνη μόνο για τον Τιτανικό αλλά και για το παγόβουνο, την απουσία δηλαδή κάθε έμπρακτης και λυτρωτικής αλληλεγγύης.

Ευαίσθητοι αλλήθωροι

Ο Λυκούργος Κομίνης στην «Κρίση του Τύπου», βιβλίο γραμμένο το 1985, αφηγείται μία διδακτική ιστορία σχετικά με την αξιοπιστία του: Κάποια στιγμή η εφημερίδα όπου εργαζόταν ως μαθητευόμενος συντάκτης έβαλε μία είδηση που υποτίθεται ότι ερχόταν από την μακρινή και πρωτοπόρο ΑμερικήΟ βασιλικός πολτός θεραπεύει τον καρκίνο». Την επομένη, όμως, ο αρχισυντάκτης του τοποθέτησε την αγγελία ενός παραγωγού μελιού που δήθεν έφτιαχνε βασιλικό πολτό στις πρώτες σελίδες μαζί με 12.000 δραχμές στο λογαριασμό του, γράφοντας μία χρυσή σελίδα στην ιστορία της δεοντολογίας.

Οι οίκοι αξιολόγησης όχι μόνο αντέγραψαν αλλά κατάφεραν να ξεπεράσουν την επιτυχία του συγκεκριμένου μοντέλου, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά το ρόλο του Τύπου των αγορών. Οι εφημερίδες δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως την κοσμογονική μετατόπιση εξουσίας που συνέβη. Το μαγαζί που άνοιξε απέναντι κέρδισε μεγάλο κομμάτι της πελατείας και της επιρροής τους: Οι πρώτοι ξεκινούν να αξιολογούν οικονομίες, οι δεύτερες κουτσά- στραβά πληροφορίες. Οι πρώτοι ζητούν λεφτά για ευνοϊκή μεταχείριση (είναι γνωστή η υπόθεση της Hannover Re), οι δεύτερες εκβιάζουν για ένα καλό δημοσίευμα και μία διαφήμιση. Οι πρώτοι δημιουργούν έναν φτωχό, οι δεύτερες έναν ηλίθιο. Και οι δύο ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις αλλά ο Τύπος μένει πλέον δεύτερος και καταϊδρωμένος.

Στην ελληνική τηλεόραση το ρόλο των Οίκων κατείχαν και εξακολουθούν να κατέχουν οι πάλαι ποτέ γκουρού-σχολιαστές. Μέχρι σήμερα ανακοινώνουν απτόητοι διαθέσεις και υποθέσεις σε παράθυρα που ακόμα δεν έχουν πέσει να τους πλακώσουν. Ενδεχομένως η κρίση να άγγιξε την τσέπη τους, δεν άλλαξε ωστόσο το ύφος τους. Η αποτυχία της χώρας δεν συμπεριλαμβάνει τη δική τους. Παρόλο που απέτυχαν να προειδοποιήσουν την κοινωνία για αυτό που έρχεται, αποδεικνύονται μετρ στο να της παραδίδουν μαθήματα δωρεάν, κατόπιν εορτής. Χωρίς να συσπάται το πρόσωπό τους, τα λόγια τους περιγράφουν μια επιδημία συναισθημάτων. Ακόμη πιστεύουν, έχουν την αίσθηση, νομίζουν, πάντως δεν γνωρίζουν ούτε και θέλουν να γνωρίζουν επειδή στη συνέχεια ίσως θα ήταν υποχρεωμένοι και να μας πουν. Απαντούν με αυτόν τον τρόπο ετεροχρονισμένα στην αγαπημένη ερώτηση των πιο ανάλαφρων συναδέλφων τους που ζητούσαν απεγνωσμένα να μάθουν τόσα χρόνια:«Πώς αισθάνεστε;». Εφόσον τα μεσημεριανά δεν πήραν καμία πειστική ή ικανοποιητική απάντηση, με αυταπάρνηση ανέλαβαν να την απαντήσουν οι ίδιοι.

Ο Jean- Noel Jeanneney μας θυμίζει ότι στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, οι ομολογίες πίστεως των δημοσιογράφων της εποχής χαρακτηρίζονται από το φόβο και την αγωνία όχι μήπως ξεγελάσουν τον λαό, αλλά μήπως του πουν πολλά. Η αγωνία αυτή σήμερα διαχέεται μέσω μονόπλευρων και πρόχειρων άρθρων που αποφεύγουν να κοιτάξουν το δάσος. Εκείνοι που τα γράφουν έχουν δίκιο σε όλα όσα γράφουν και όσα λένε, και άδικο σε όλα όσα δεν γράφουν και δε λένε. Η άγνοια που επικαλούνται ξαφνικά δεν είναι η σωκρατική αλλά της οκνηρίας, του «έχω λύσει το πρόβλημά μου», της επιτυχίας. Θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει τον κόσμο εάν έκλειναν όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές και άνοιγαν τα βιβλία ή έστω και καθυστερημένα τις οικονομικές σελίδες που τις γράφουν κάτι άλλοι, λιγότερο γνωστοί συνάδελφοί τους. Επειδή όμως πλησιάζει ο καιρός που θα πάψουν εμμέσως να στηρίζουν, επιλέγουν τον πιο ξέγνοιαστο τρόπο για να τιμήσουν το λειτούργημά τους. Και οι αλήθειες σκονίζονται σε βιβλιοθήκες.

Οι ειδήσεις εξάλλου σπάνια προσφέρονταν όλα αυτά τα χρόνια της αμεριμνησίας για ανεξάρτητες αναλύσεις. Όσοι έμπαιναν στον κόπο, είχαν συχνότερα από πίσω συμφέροντα παρά νοικοκυριά που βρίσκονταν στο κόκκινο. Τώρα οι σύμμαχοι που βρίσκει ο λαός είναι στην καλύτερη περίπτωση λαϊκιστές που προτείνουν τα δικά τους φιλολαϊκά μέτρα για την αύξηση της ανεργίας. Δύο πόλοι ανταγωνίζονται, οι μισοί κοιτούν τους έξω, οι άλλοι μισοί σιχαίνονται τους μέσα, ή προδότες οι πολιτικοί ή σωστοί επαγγελματίες οι τροικανοί, ένα από τα δύο. Το δίλημμα συνοψίζει εξάλλου το όλο κλίμα: Ή εγώ ή εσύ.

Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ανθρώπων είναι ανάλογες με το είδος του ανθρώπου που θέλει να κατασκευάσει κανείς, γράφει ο Ράουτερ στην «Κατασκευή Υπηκόων». Βλέποντας ωστόσο την εκπομπή του Βαξεβάνη για τον Μάκαρο, άρχισα να δίνω ξανά ελαφρυντικά σε κάτι παιδιά που τα λέγανε αλήτες στις πορείες. Κάτι είπαν, κάτι ψέλλισαν, κάτι έγραφαν όλα αυτά τα χρόνια. Αλλού σκάλωνε συνήθως το πράγμα. Ελάχιστοι αλλά επίμονοι και ευαίσθητοι ευτυχώς οι αλλήθωροι, αυτοί που κοιτούν σε πολλές πλευρές και πολεμούν για κάθε λέξη, κατόρθωσαν να δώσουν άλλοθι σε έναν Τύπο που εάν δεν υπήρχε, δεν θα έπρεπε να τον ανακαλύψουμε σύμφωνα με τον αφορισμό του Μπαλζάκ.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Επιείκεια ή βαρβαρότητα

Κουράζομαι πάρα πολύ, ετοιμάζω το επόμενο λάθος μου. Μπρεχτ.

28-8-2011: Ο κανονισμός είναι καινούριος. Ο Γιουσέιν Μπολτ ακυρώνεται στον τελικό των 100 μέτρων επειδή έφυγε νωρίς. Μια κι έξω. Ο πλανήτης σοκάρεται αλλά δεν γνωρίζει γιατί. Έχει ξεχάσει τι τον εκπλήσσει. Καταναλώνει μάλιστα τις εικόνες με μία δόση χαιρεκακίας. Οι μηχανές που επιθυμεί η τηλεόραση δεν νοείται να είναι ελαττωματικές αφού οι ακρογωνιαίοι ηλίθιοι φρόντισαν να θεσμοθετήσουν την παράνοια. Ο εκβιασμός της τελειότητας επιτυγχάνει, η πειθαρχία θριαμβεύει, ο εκφασισμός τελειοποιείται, η μανία της κάθαρσης συντρίβει τη λατρεία του δίκιου. Μετά την απομάκρυνση εκ του βατήρα, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Πλέον ο αφέτης με το όπλο του απειλεί και τινάζει χρονιές στον αέρα. Κανείς δεν θα κλέβει λένε στην I.A.A.F, προέχει η αξιοπιστία του συστήματος όπως αλλού η σταθερότητά του. Δεν τρέχει και τίποτα που δεν θα τρέξει ο Μπολτ. Καλά να πάθει!

Η θανάτωση του εγκληματία μπορεί να είναι ηθική. Ουδέποτε η νομιμοποίησή της. Μπένγιαμιν.

22-9-2011: Το hashtag Troy Davis, εμφανίστηκε αργά το βράδυ στο Twitter. Από κάποιον που ακολουθώ θεωρείται τρεντ που δεν είναι δυνατόν να μας κάνει να ξεχνάμε τα δικά μας προβλήματα. Ο Τρόι Ντέιβις, παρά τις αντιδράσεις, τις αμφιβολίες και την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων (DNA και όπλο), παρόλο που 7 από τους 9 μάρτυρες ανακάλεσαν, εκτελείται. Η ένεση καθυστερεί αλλά γίνεται. Ήταν να πεθάνει στις 2 το πρωί, τελικώς πεθαίνει την ώρα που με έπαιρνε ο ύπνος καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπλοκάρει τη διαδικασία. Ο Ντέιβις είχε γίνει σύμβολο για τον αγώνα ενάντια στην θανατική ποινή, δεν ήταν τυχαίος, δεν ήταν σαν κάτι ανώνυμα ανθρωπάκια που είναι καθημερινό λίπασμα. Ήταν κάποιος που μπορούσε να σωθεί. Ο Ομπάμα ένιψε τας χείρας του, τυπικά, όπως ακριβώς κυβερνάει, αφού η δικαστική υπόθεση αφορούσε στην πολιτεία της Τζόρτζια και όχι την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Έξω από τη φυλακή του Τζάκσον δεν ακούγεται σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες το σύνθημα:«Αφήστε τον να ζήσει αλλιώς θα σας γαμήσουμε». Σε αυτά οι λαοί είναι πιο κόσμιοι. Μια απειλή για τη δικαιοσύνη οπουδήποτε είναι μια απειλή για τη δικαιοσύνη παντού, έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και κανείς δεν το έχει επαναλάβει έκτοτε πειστικά.

Δύο περιπτώσεις άσχετες που μας αποπροσανατόλισαν από τα δικά μας για μερικά δευτερόλεπτα. Τι σχέση έχουμε εμείς με τον Μπολτ που επειδή έκανε ένα λάθος τιμωρείται, τι σχέση έχουμε με τον Ντέιβις που παρά τις αμφιβολίες εκτελείται; Ένας πλανήτης στην υπηρεσία της ατέλειας και της αμφιβολίας, χωρίς εκείνες να αποτελούν πρόσχημα για τεμπελιά και αδικία, ένας που θα λαμβάνει ουσιαστικότερα υπόψη του τον άνθρωπο στα καταστροφικά σχέδιά του, θα ήταν η εύκολη λύση για όσους δεν μπορούν να πολεμήσουν και να αφομοιωθούν, σωστά;

Ένα είναι σίγουρο: Όσο αλληλοεξοντωνόμαστε, αθροίζουμε ήττες- μη θαρρεί κανείς ότι κερδίζει. Παράλληλα, ακόμη και τα αληθή γίνονται ψευδή όταν αποκλείουν την αμφιβολία- η σκέψη παρουσιάζεται κατευθείαν στο μνήμα της. Νίκες, συνεπώς, θα πανηγυρίζαμε εάν παύαμε να είμαστε σκληροί με τους ενόχους και στεκόμασταν επιεικείς με τους κατηγορούμενους, αρετή που ο Αριστοτέλης θεωρούσε σημαντικότερη από την ίδια τη Δικαιοσύνη. Το πρωί, βεβαίως, που όλοι παίζουμε τους εαυτούς μας, η επιείκεια είναι άγνωστη. Οι άυπνοι που τυχαίνει να τη γνωρίζουν καλύτερα, φοβούνται τις κοινωνίες που θα ορφανέψουν από λάθη. Όσο για εκείνους που ξύπνησαν από το λήθαργο αργά, είναι επόμενο να δυσανασχετούν με κάθε μικρή αλήθεια. Δεν πρόκειται να αποδεχτούν εύκολα ότι οι κυβερνήσεις που ψήφιζαν αποφάσισαν, κάποια στιγμή, να γίνουν τόσο αδύναμες όσο μια κοπέλα που πάσχει από νευρική ανορεξία. Και ξανακοιμούνται περιμένοντας την ώρα του Καραμανλή ή του Σημίτη.

Ερεθίσματα, ωστόσο, για αφύπνιση κάνουν την εμφάνισή τους καθημερινά μπροστά στα αδιάφορα μάτια διαφόρων επαναστατημένων. Θα τα δουν να περνούν από το timeline τους εάν βγάλουν τους επιδέσμους της τυφλής αγανάκτησης και αφήσουν τα αυγά για κανένα πεινασμένο στόμα. Διαφορετικά αποδέχονται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ότι η μοναξιά είναι περισσότερο καιρό ανίκητη από τη βλακεία και ότι τίποτα δεν έχει βρεθεί ακόμα που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το εγώ και την τραγωδία του ατόμου μέσα στην ιστορία. Η Δικαιοσύνη θα είναι η ίση μοιρασιά της οδύνης (Νίτσε) και το τρεμάμενο σώμα του Τριαρίδη θα ξεσκάει μόνο όταν θα το πηγαίνουν περίπατο τέσσερις.

Το δίλημμα είναι σαφές και πιθανότατα γι’αυτό δεν κατορθώνουμε να το ορίσουμε: Επιείκεια ή βαρβαρότητα. Αλληλεγγύη ή βαρβαρότητα. Ή Θεοί αληθινοί ή ο Θεός του Γκοϊτισόλο θα συνεχίσει να αναρωτιέται τι θα γίνει με την πάρτη μας:« Τι άλλαξε πάνω στη γη την οποία σύμφωνα με το θρύλο δημιούργησα μέσα σε μία εβδομάδα; Προς τι λοιπόν να παρατείνεται άνευ λόγου αυτή η φάρσα; Γιατί εξακολουθούν πεισματικά να αναπαράγονται οι άνθρωποι;».

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Μια καλή απάντηση

Ρώτησαν έναν εργάτη στο δικαστήριο αν ήθελε να δώσει τον πολιτικό ή τον θρησκευτικό όρκο. Εκείνος αποκρίθηκε:«Είμαι άνεργος». Αυτό δεν το είπε μόνο από αφηρημάδα, παρατήρησε ο κ. Κ. Με αυτή την απάντηση τους έδωσε να καταλάβουν ότι τέτοιες ερωτήσεις, ναι, ίσως ακόμα κι αυτή η δικαστική διαδικασία μπορεί να μην έχουν γι’αυτόν καμία σημασία. Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδερφέ μου*

Οι άνθρωποι είναι τα μόνα ζώα που ζουν υπηρετώντας τις μηχανές που επινοούν(Γκαλεάνο). Που η διάλυση της χώρας τους αποτελεί κεντρική πολιτική της κυβέρνησής τους. Που ικανοποιούν όλα τα βίτσια των δανειστών τους. Που πίστεψαν ένα παιδί που τους είπε ότι λεφτά υπάρχουν ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να το αγαπήσουν για την καρδιά του.

Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν για ποιο λόγο γεννήθηκαν οι υπόλοιποι-πάντως εκείνοι γεννήθηκαν για να τους κατηγορούν. Που δεν είναι ευχαριστημένοι ποτέ με τα αγαθά των άλλων-έχουν πολλά που θα έπρεπε να έχουν αυτοί. Που είναι ρηχοί και επιφανειακοί από άποψη-θαρρούν πως πατούν στη γη ενώ αυτή γυρίζει. Που όπου δουν βυθό, τρέχουν να ανασύρουν το μυαλό και την ψυχή τους. Που φτάνουν στο σημείο να παντρεύονται επειδή φοβούνται το θάνατο- η μελαγχολία της ερωτικής ελευθερίας γίνεται παρηγορητική καταπίεση αιωνιότητας και το «για πάντα» γίνεται πράξη, έστω προσωρινά. Οι άνθρωποι που αναζητούν την ασφάλεια σε μία σχέση επειδή δεν μπορούν ακόμα να κλείσουν τάφο και επειδή πάλι φοβούνται το θάνατο. Πάντα φοβούνται το θάνατο. Οι άνθρωποι που βάζουν πια απέναντί τους ένα ζεστό pc και όχι ένα ζεστό κορμί. Που δεν διεκδικούν ό,τι λατρεύουν για να μην πληγωθούν. Που ζητούν όλα τα σωστά πράγματα από τους λάθος ανθρώπους.

Οι άνθρωποι που αποδεικνύονται συνέχεια δειλοί και βαρετοί για τη ζωή. Που τους χωρίζει η αγάπη και τους ενώνει το συμφέρον και το μίσος. Που η μόνη αλληλεγγύη που γνωρίζουν καλά είναι η αλληλεγγύη του κλέφτη. Που μπορούν να ενωθούν, αλλά μόνο αν ξέρουν ότι θα είναι για λίγο. Που πατούν την τσίχλα που πέταξαν χθες στο δρόμο και γίνονται έξω φρενών. Που με απίστευτη ευκολία παίρνουν κάτι που άκουσαν και το παρουσιάζουν σαν δικό τους. Που έχουν ακόμα σε υπόληψη τον εαυτό τους στα 28 τους και τον πουλούν με την ελπίδα να αποδειχτεί φιλικός προς το περιβάλλον. Που παριστάνουν με επιτυχία τους ταλαντούχους. Που όταν λένε η ανεξαρτησία μου, εννοούν η σκλαβιά μου. Που δεν έχουν άδικο- αν έχουν δίκιο είναι μια άλλη ιστορία.

Οι άνθρωποι που δεν τολμούν να εκφραστούν γιατί ο κόσμος γύρω τους γέμισε αποκαλύψεις και αλήθειες. Που επέτρεψαν κάθε τους συζήτηση να περιστρέφεται, άκουσον-άκουσον, γύρω από τα χρήματα. Που θυματοποιούνται, άρα δεν είναι ακόμα θύματα. Που διψούν για καταδικασμένες να αποτύχουν ιδέες και σου δίνουν τη ψυχή τους. Που ακόμα κι αν τα έχαναν όλα, δεν θα έχαναν το κέφι τους να βρίζονται. Που φτάνουν ψηλά όταν είναι εργασιομανείς, δηλαδή τεμπέληδες με τους εαυτούς τους. Που κάνουν συνέχεια νέους φίλους στο Ίντερνετ ώστε να είναι σίγουροι πως αν πάθουν κάτι, θα βρεθούν άλλοι άνθρωποι να αδιαφορήσουν. Οι άνθρωποι εναντίον των οποίων θα είχαν ξεσηκωθεί όλα τα ζώα, αν είχαν Μ.Μ.Ε.

Οι άνθρωποι που την ανθρωπιά τους την είπαν διαπλοκή. Που σκαρώνουν μία φάρσα σε όλη τους τη ζωή και την υπηρετούν. Που προδίδουν την ύπαρξή τους ώστε να πείσουν για τις απόψεις τους. Που ό,τι και να σου πουν ότι πιστεύουν, δεν θα είναι αλήθεια. Που τους είπαν να νοικοκυρέψουν το σπίτι τους και κατάλαβαν πως πρέπει να διώξουν τα παιδιά τους. Που σε καλούν να αλλάξεις τον κόσμο ενώ ήδη αυτός αλλάζει. Που η ειλικρίνεια τους προκαλεί απέχθεια και η εντιμότητα γέλια.

Οι άνθρωποι που δεν αμφιβάλουν ποτέ. Που η μετριότητα είναι η μοναδική μεγαλοφυΐα που σταθερά σου αναγνωρίζουν. Που δύσκολα θα διέκριναν ευφυΐα σε κάποιον που ακούει, πόσο μάλλον σε κάποιον που έχει πελαγώσει. Που δεν είναι έξυπνοι για περισσότερο από δύο λεπτά. Που η ευφυΐα τους έγινε ο λόγος της χρεοκοπίας τους. Που θέλουν να σε σώσουν αλλά με τους δικούς τους όρους. Που το ποιος είναι ο πιο επιτυχημένος, το βάφτισαν επικοινωνία. Που υπερασπίζουν ο καθένας το δικό του δέντρο και καίγονται μαζί με αυτό γιατί εκεί ήταν η θέση τους στην κοινωνία- δεν ήταν καν επιλογή τους. Που αντάλλαξαν την τρέλα τους για μία καλή θεσούλα. Που ποτέ δεν σε κρίνουν από τα λόγια σου ενώ τα έργα σου είναι συχνότερα αποτέλεσμα συμβιβασμών.

Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να σκοτώσουν όλους τους θεούς τους και ανασταίνουν πάντα έναν. Που δεν μπορούν να γίνουν καλύτερα όντα και γι’αυτό πιστεύουν σε ανώτερα. Που δεν έχουν στόχο την αυτοκαταστροφή αλλά τη σωτηρία τους ένα δευτερόλεπτο πριν. Που δεν αισθάνονται ποτέ γελοίοι όταν μιλούν για τον εαυτό τους, ενώ θα έπρεπε να είναι ζήτημα αξιοπρέπειας το να μη ξέρει κανένας ποιοι είναι. Που πάντα μένουν εκεί που είναι η κόλασή τους. Που θα πάγωναν χωρίς τις ψευδαισθήσεις τους: Μπροστά στη σκέψη τόσων αδικαίωτων υπάρξεων που πέρασαν από τη γη και χαθήκαν, κανείς δεν θα μπορούσε να πάει στη δουλειά του το πρωί. Όλοι θα ξερνούσαν από φρίκη στην τουαλέτα.

Οι άνθρωποι που όταν ήμουν πιο μικρός, κανείς τους δεν τολμούσε να αρρωστήσει. Που δεν κραυγάζουν ποτέ την πλήρη αλήθεια γιατί κανείς δεν θα τους δώσει σημασία και αυτό θα τους κοστίσει. Που όταν αναφέρονται με νοσταλγία στα παλιά δεν εξιδανικεύουν το παρελθόν αλλά τα νιάτα τους. Που ο αγώνας τους αξίζει αρκεί να υπάρχει κάπου μία υπέροχη γυναίκα. Που δεν τους επιτρέπεται να ζήσουν σαν άνθρωποι. Που πάντοτε πεθαίνουν μες στα χέρια μας.

Οι άνθρωποι «με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας, τα γερατειά μας»(Ρίτσος) που σαν τον Μπουκόφσκι λέμε: «Οι άλλοι είναι σαν τους άλλους». Οι άνθρωποι που τελειώνοντας το κείμενο θα σκεφτούν:«Δεν εννοεί εμένα». Οι άγιοι τούτοι άνθρωποι: Δώσ’τους έναν κόσμο δίκαιο και θα στον γυρίσουν πίσω προσβεβλημένοι. Θα προτιμήσουν αυτόν που έχουν τώρα και που τους επιτρέπει, ευτυχώς, να υποκρίνονται. Ο άνθρωπος είναι η απάντηση έλεγε ο Μπρετόν. Δεν είπε τίποτα για λύση.

Όλα αυτά συνθέτουν την καταδίκη τους; Το ακριβώς αντίθετο θα λέγαμε. Τίποτα δεν θα μας έκανε καλύτερους. «Παρά τον πλούτο των βιωμένων εμπειριών τους, οι άνθρωποι βγαίνουν πάντοτε από μία ιστορική δοκιμασία όσο βλάκες είχαν μπει» λέει ο Κούντερα. Και όσο γενναιόδωροι, όσο φιλότιμοι, όσο δημιουργικοί συμπληρώνω εγώ. Τις τιμωρίες, τους εκβιασμούς και τις προσβολές, ας τις βάλουν λοιπόν εκείνοι εκεί που ξέρουν και εμείς θα θεωρήσουμε το επεισόδιο λήξαν. Αλλά είπαμε, οι άνθρωποι είναι τα μόνα ζώα που ζουν υπηρετώντας τις μηχανές που επινοούν. Στο όνομά τους, ο Σαρκοζί μας ενημέρωσε ότι μολύνουμε την Ευρώπη, σαν νέοι Εβραίοι, και με έκανε να αισθάνομαι άβολα με τέτοιο κοπλιμέντο. Αν δεν ήξερα τι καλοί άνθρωποι είναι κατά βάθος και τι ζόρι τραβάνε με τις τράπεζές τους εξαιτίας μας, θα σκεφτόμουν ότι τα φιλαράκια τους θέλουν να μας αγοράσουν πιο φτηνά. Τίποτα δεν αποκλείεται.

*Πρόκειται για φράση του Μπωντλαίρ.