Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Εξιλέωση


Κάρφωσέ το να εξιλεωθείς ρε
Φύγε ρε Λυμπερόπουλε από κει- έλα η εξιλέωση
Κάρφωσέ το ρε πούστη καράφλα
Κάρφωσέ το
Γκοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοολ
 Αγνώστου ποιητή της εξέδρας

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Τελευταίο παγωτό

Σκατίδης αυτός, Κατίνες εμείς, αναμενόμενη νίκη και σημαντική, σαν αυτή που έδωσε στην A.E.K το Σαββατόβραδο ο μικρός. Η αδιαλλαξία στα Social Media είναι θέμα στυλ. Ή είσαι ή δεν είσαι διαμορφωτής της σκληρής γνώμης. Ντρεπόμαστε να σκεφτούμε μπροστά στους οπαδούς μας. Σηκώνουμε το χέρι και καυλώνουν οι πιστοί και οι γνωστοί. Ποιος τους στεναχωρεί; Ο Γιώργος είναι θύμα που όλους μας ενώνει, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι. Αφού το είπε κι ο Μπάμπης ο Σουγιάς ότι είναι ναζιστής, έτσι θα είναι. Ένιωσε την οργή του δαιμόνιου αρθρογράφου κι έκανε πίσω ο Κάτμαν, λογικό. Ο κανονισμός της UEFA είναι όντως δίκαια αυστηρός, ωραία το έγραψε ο Ροΐδης. Εμείς όμως δεν είμαστε. Είμαστε οι ναζί του καλού. Οι ναζί μιας ανώτερης φυλής που σταυρώνει και απορεί με όσους δεν μπήγουν κι αυτοί ένα καρφί. Οι ναζί που είδαν έναν ανόητο και τον έχρισαν ναζί. Ανθρωπάκια σαν αυτόν σαν να λέμε δηλαδή. Διψάμε για αίμα πάει να πει πως αρχίσαμε να μοιάζουμε στο τέρας που στο τέλος θα μας καταπιεί. Αν ήμασταν λιγότερο χαζοί, μπορεί να του καθόμασταν στο τέλος στο λαιμό. Τώρα ίσα που προλαβαίνουμε να φάμε ένα τελευταίο παγωτό.

Υ.Γ Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που αρκετοί από αυτούς είχαν κατανοήσει και είχαν ποστάρει το κείμενο του Μάνου: «Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι».

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια

Αυτοί οι άνθρωποι ζούνε σχεδόν όλοι σε βρωμερά γραφεία, σε μολυσμένες αίθουσες ακροάσεων, σε μικρά σιδερόφραχτα κουβούκλια, περνάνε τη μέρα τους σκυμμένοι κάτω από το βάρος των υποθέσεων, ξυπνάν από τα χαράματα για να προλάβουνε, για να μην εξαπατηθούνε, για να κερδίσουνε τα πάντα ή για να μη χάσουνε τίποτε, για ν'αρπάξουν έναν άνθρωπο ή τα λεφτά του, για να ξεκινήσουν ή να κλείσουν μιαν υπόθεση, για να εκμεταλλευτούν μια φευγαλέα περίσταση, για να στείλουν έναν άνθρωπο στη κρεμάλα ή να τον αθωώσουν. Ξεσπάνε πάνω στ' άλογά τους, τα σκάνε,τα κουράζουνε, τα κάνουν να γερνάνε κι αυτά πριν από την ώρα τους. Ο χρόνος είν' ο τύραννός τους, τους λείπει, τους ξεφεύγει, δε μπορούν ούτε να τον παρατείνουν, ούτε να τονε συντομεύσουν. Ποια ψυχή μπορεί να μείνει μεγάλη,αγνή, ηθική, γενναιόδωρη και κατά συνέπεια, ποιος μπορεί να μείνει όμορφος στην εξαντλητικήν άσκηση ενός επαγγέλματος που τον αναγκάζει να υφίσταται το βάρος των δημοσίων αθλιοτήτων, να τις αναλύει, να τις ζυγιάζει, να τις εκτιμά και να τις εκμεταλλεύεται; Οι άνθρωποι αυτοί καταθέτουνε τη καρδιά τους, που;... δεξέρω, αλλά αν έχουνε καρδιά, κάπου την αφήνουνε πριν κατέβουνε κάθε πρωί στην άβυσσο των βασάνων που κατατρύχουνε τις οικογένειες. Γι' αυτούς δεν υπάρχουν μυστήρια, βλέπουν από μέσα τη κοινωνία κι εξομολογητές της καθώς είναι, τηνε περιφρονούν. Ή ό.τι κι αν κάνουν από τη συνεχήν επαφή με τη διαφθορά, τη βλέπουν με φρίκη και λυπούνται. Ή από κούραση, σε μυστική συμφωνία, τηνε παντρεύονται κι αναγκαστικά, τέλος, αντιμετωπίζουν με κυνισμό όλα τα αισθήματα,αφού οι νόμοι, οι άνθρωποι, οι θεσμοί, τους αναγκάζουν να πετάνε σαν αρπακτικά όρνια πάνω από τα ζεστά ακόμη πτώματα. Οποιαδήποτε στιγμή ο άνθρωπος των χρημάτων ζυγίζει τους ζωντανούς, ο άνθρωπος των συμβολαίων ζυγίζει τους νεκρούς, ο άνθρωπος του νόμου ζυγίζει τη συνείδηση. Υποχρεωμένοι να μιλάν αδιάκοπα, αντικαθιστούνε τη σκέψη με τον λόγο, το αίσθημα με τη φράση κι η ψυχή τους λειτουργεί απλώς σα λάρυγγας. Φθείρονται κι αποθαρρύνονται. Μήτε ο μεγαλέμπορος, μήτε ο δικαστής ή ο δικηγόρος, μπορούν να διατηρήσουνε την ακεραιότητά τους -δεν αισθάνονται πια, απλώς εφαρμόζουνε κανόνες. Παρασυρμένοι από την ορμητική αυτήν ύπαρξη, δεν είναι μήτε σύζυγοι, μήτε πατέρες, μήτ'εραστές. Γλιστράνε σα μες σ' έν' έλκηθρο πάνω στα πράγματα της ζωής και ζούνε συνέχεια κυνηγημένοι από τις υποθέσεις της μεγάλης πόλης. Μόλις γύρισουνε σπίτι, είν' υποχρεωμένοι να ξαναφύγουν αμέσως για το χορό, για την Όπερα, για τις δεξιώσεις όπου πηγαίνουνε για να κάνουνε πελάτες, γνωριμίες, προστάτες.Όλοι τρων υπέρμετρα, παίζουνε, ξενυχτάνε κι οι σιλουέτες τους στρογγυλεύουνε,πλαδαρεύουνε, κοκκινίζουνε. Στις τρομερές σπατάλες των πνευματικών τους δυνάμεων, στους οδυνηρούς ηθικούς σπασμούς τους, αντιτάσσουν όχι την ηδονή, που'ν' εντελώς άγευστη κι άοσμη και δε προσφέρει καμιάν αντίθεση, αλλά την κραιπάλη, τη κρυφή τρομαχτική κραιπάλη, γιατί έχουνε τα πάντα στη διάθεσή τους και δίνουνε το ηθικό παράδειγμα στη κοινωνία. Η αληθινή τους βλακεία κρύβεται πίσω από την εξειδίκευση. Ξέρουνε το επάγγελμά τους, αλλ' αγνοούν οτιδήποτε δεν έχει σχέση μ' αυτό. Τότε για να διασώσουνε το φιλότιμό τους, τ' αμφισβητούν όλα, κριτικάρουνε χωρίς διάκριση, φαίνονται ν' αμφιβάλλουν, ενώ στην πραγματικότητα τα χάφτουν όλα και χάνονται σ' ατέλειωτες συζητήσεις. Σχεδόν όλοι υιοθετούνε τις βολικές κοινωνικές, λογοτεχνικές ή πολιτικές προκαταλήψεις,ώστε να μην αναγκάζονται να διαμορφώνουνε γνώμη, ακριβώς όπως προστατεύουνε τις συνειδήσεις τους με τον αστικό κώδικα ή το Εμπορικό Δικαστήριο. Έχοντας ξεκινήσει από νωρίς για να φτάσουνε σε ψηλά αξιώματα, βουλιάζουνε στη μετριότητα και για ν' ανέβουνε στη κορυφή, σέρνονται με τη κοιλιά. Γι' αυτό οι μορφές τους προσφέρουν εκείνη τη ξινή χλωμάδα, τα ψεύτικα χρώματα, τα θολά μάτια με τους μαύρους κύκλους, τα φλύαρα κι αισθησιακά στόματα όπου ο παρατηρητής αναγνωρίζει τα συμπτώματα του εκφυλισμού της σκέψης, μιας σκέψης παγιδευμένης στα στενά πλαίσια της εξειδίκευσης που σκοτώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του εγκεφάλου,το χάρισμα να βλέπει κανείς ένα θέμα σφαιρικά, να γενικεύει και να εξάγει συμπεράσματα. Σχεδόν όλοι συρρικνώνονται μες στο καμίνι των υποθέσεων. Έτσι ο άνθρωπος που άφησε τον εαυτό του να εμπλακεί στα γρανάζια των πελώριων μηχανών,δεν μπορεί ποτέ να γίνει μεγάλος.  Honore De Balzac.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Κάτμαν

Πριν δυο εβδομάδες, έχασε στο ίδιο τέρμα την ευκαιρία της χρονιάς. Η φάση ήταν η περίληψη του φετινού ελληνικού πρωταθλήματος, χαρακτηριστική της έλλειψης ποιότητάς του. Ο κεντρικός αμυντικός του Παναθηναϊκού, κάνοντας  παιχνιδιάρικα βηματάκια προς τα πίσω, σαβουριάζεται και ο Κατίδης βγαίνει τετ-α-τετ. Έχοντας στο έλεός του τον αντίπαλο τερματοφύλακα, πλασάρει άουτ. Θα ήταν η ισοφάριση. Η Α.Ε.Κ χάνει 0-2.

Χθες σκόραρε. Γιατί είναι καλός ποδοσφαιριστής. Γκολ κρίσιμο, ενδεχομένως μια κατηγορία. Και άρχισε τις χαιρετούρες. Μπήκα γρήγορα στο Twitter του. Συνομιλία με τον ράπερ Σταν, Χατζηγιάννης, Μπίμπερ. Έχω δει και χειρότερα από ανθρώπους με πανεπιστημιακούς τίτλους. Δυστυχώς το ερωτικό τραγουδάκι του Τζάστιν εξαφανίζεται τη στιγμή που δηλώνει ότι σιχαίνεται το φασισμό, προφανώς για να μη φάει κράξιμο και γι’αυτό. Κρίμα και θα ήταν τόσο ωραίο να πλακώσουν εκείνη την ώρα οι greek Beliebers να τον υπερασπιστούν που ακούει τη μουσική του νεαρού Καναδού απέναντι σε όσους του εύχονταν αγαπησιάρικα: «Ψόφος». Σουρεαλιστικά πράγματα δηλαδή και λιγότερο τραγικά.

Ο Λίνεν, ο προπονητής του, δεν είπε ψέματα. No fuckin idea έχει από πολιτική. Πρόσφατα έγραψε κάτι για τους 300 της Βουλής. Αν ήταν Νεοναζί, δεν μπορεί, θα εξαιρούσε τους βουλευτές του κόμματος. Κρίνοντας από τις δηλώσεις του, χαιρέτησε ναζιστικά μάλλον επειδή νόμισε ότι έτσι δίνει το παράγγελμα εγέρθητι. Για να σηκωθούν και να ξεσπάσουν πιο έντονα σε πανηγυρισμούς οι οπαδοί μιας προσφυγικής ομάδας που έχουν ανοίξει κόντρα με τη Χρυσή Αυγή στην Κόρινθο. Τι τέλεια σύγχυση! Τι απίθανη γκάφα! Ωραίος τύπος εξάλλου ο Καιάδας που το επανέφερε στη μόδα, θα σκέφτηκε, τον είχε και καλεσμένο ο Θέμος ο Αναστασιάδης. Σταρ ο μικρός, σταρ ο μεγάλος, το λάιφστάιλ τους ενώνει, γιατί όχι; Και σκεφτείτε πως κάποτε ο Ντέμης είχε δηλώσει πως είναι Α.Ε.Κ επειδή αριστερίζει.

Χθες στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που γεννήθηκε ο διεθνής μέσος, τιμήθηκε η μνήμη των Εβραίων που εξοντώθηκαν από τους Ναζί. Εντελώς τυχαία οι ομάδες που έχει αγωνιστεί  μέχρι τώρα ο Κατίδης, η Α.Ε.Κ και ο Άρης, φορούν κίτρινα. Κίτρινα σαν τα άστρα του Δαβίδ που τους ξεχώριζαν και τους επέτρεπαν να κινούνται ελεύθερα στην πόλη, όχι όμως για πολύ.

Η άγνοια γεννάει τέρατα. Η βιασύνη γεννάει κι εκείνη τα δικά της. Ο Γιώργος είναι ακόμη 20 χρονών, κομματάκι μικρός για να σταυρωθεί και το ευχαριστηθούμε. Όπως κάθε φορά σε τέτοιες περιπτώσεις, προτείνω να τηρηθεί μία στοιχειώδης προτεραιότητα.

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Η λίστα Potential

Γκόμενα ξύπνια, σέξι άβαταρ, καμένη από έρωτα, άνεργη. Ακολουθώ. Εκείνη όχι αν και είμαι υπόδειγμα ακάουντ. Με βάζει όμως σε λίστα με την κωμική ονομασία Potential. Με άλλους 37. Καλλιστεία; Συνέντευξη; Boot camp; Ποιος ξέρει; Δε ρωτάω. Νιώθω υποψήφιος για κάτι που δεν θέλω. Αριστερή, αριστερή αλλά στο προφίλ της πολυεθνική.

Δεύτερη. Επιτυχημένη φαίνεται, δυστυχισμένη αλλά δεν της φαίνεται, έξυπνη θέλει να φαίνεται. Μάλλον δεξιά. Δεν ξέρει αν είναι ο εαυτός της. Την καθησυχάζω. «Διάβασε Πεσσόα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν είσαι ο εαυτός σου». «Θα τσεκάρω και θα σου πω», μου λέει. Το βράδυ κοιτούσε βιογραφικά. «Υπερβολικός ο Πορτογάλος. 72 ετερώνυμους»; «Εκείνος ήξερε», της απαντώ. «Δεν μου κάνει». Δίδυμος και αντιπαραγωγικός, στα αζήτητα της Χρυσηίδας.

Μια άλλη με ακολουθεί. Culture λέει την ενδιαφέρει, Culture και μένα. Ταιριάζουμε. Ανεβάζω απόσπασμα από τον Τροπικό του Αιγόκερω. Ο Χένρι Μίλλερ αναλύει σε μία σελίδα τους διαφορετικούς τύπους αιδοίων. Κοκκινίζει από ντροπή και αηδία. Με αποχαιρετά πριν προλάβω να της πω ότι μπερδεύει την τέχνη με τη φλις κουβερτούλα της. Τι σόι Culture είναι αυτό που τολμά να λέει αιδοίο το αιδοίο; Άσε μας ρε Γιάννη Ρίτσο.

Επιτέλους εντοπίζω μια έντιμη χίπστερ που χαριεντίζεται με τη βιβλιοθήκη της. Μας ενημερώνει κάθε τρεις και λίγο σε ποια σελίδα είναι, ποιανού βιβλίου, σε ποιο καναπέ κάθεται. Με όσα γράφει, αποκλείεται να διαβάζει οτιδήποτε. Ποζάρει. Και παρουσιάζει. Τάπερ τα βιβλία, νοικοκυρούλα εκείνη, τα ξεσκονίζει, τα χαϊδεύει, τα βγάζει βόλτα στη θέση του σκύλου. Προσβάλλεται όταν τη φωτογραφίζω σε ένα κείμενο. Πάλι βιώνω την εγκατάλειψη.

Η τελευταία διαβάζει τις 50 αποχρώσεις. Συγγραφέας. «Καλύτερα Εμπειρίκος κορίτσια», αποφαίνεται. «Ντροπή καυλοπυρέσσουσα» της γράφω. Με μπλοκάρει. Δεν ξέρει ότι ο Ανδρέας χρησιμοποιεί τη λέξη άπειρες φορές στον Μεγάλο Ανατολικό. Της το λέω, είναι γλυκιά, καταλαβαίνει, τη συμπαθώ, υπάρχει ελπίδα, είναι υπέροχες οι γυναίκες.

Επιστρέφω στην πρώτη. Κάνω πάλι φόλοου. Με έχει ξεχάσει. Με ξαναβάζει στη λίστα. «Κοπελιά», της κάνω, «εσύ δεν είχες στείλει βιογραφικό πριν λίγες μέρες σε μια βιοτεχνία που πουλάει κιλότες»; «Ναι», μου λέει. «Σου έχω ευχάριστα νέα. Είχες όλα τα προσόντα, προσλήφθηκες, σε περιμέναμε να έρθεις, δε φάνηκες, απολύθηκες αλλά μπήκες σε λίστα πολύ Special».

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Ο Ντοράντο της Ελντοράντο

«Δεν είσαι εκπαιδευμένος για μαραθωνίους, Μανώλη μου, αυτό είναι όλο. Ξεκινάμε για τα 42 χιλιόμετρα και τα 195 μέτρα της διαδρομής και κάνουμε μόνο τα 195 μέτρα». Η πρώτη του γκόμενα στο Πανεπιστήμιο, μια αυθάδης νησιώτισσα, Τεφατζού αλλά και Κνίτισσα, με μια τρύπα στη μύτη κι ένα τατουάζ του Λένιν στην πλάτη, λίγο μεγαλύτερο από αυτό που φαντάζεστε, τον είχε επιπλήξει μετά από μια ακόμη πρόωρη εκσπερμάτισή του. Η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση όπως και οι σεξουαλικές του επιδόσεις ήταν ζήτημα διαρκούς άσκησης, επέμενε να του επισημαίνει. Ορκισμένος σπρίντερ από τότε που τη χώρισε λόγω του ισχυρού ενστίκτου αυτοσυντήρησης που διέθετε, με το που άκουγε τον πρωθυπουργό να μιλάει για τον μαραθώνιο που έχει να διανύσει, θυμόταν τα κάτασπρα στήθια της Αλέκας αλλά και τον Ντοράντο Πιέτρι, εκείνον τον Ιταλό που το 1908 έκοψε πρώτος το νήμα του στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου τρεκλίζοντας, υποβασταζόμενος από τους κριτές. Ο κολλητός του, λάτρης του κλασικού αθλητισμού, ο μόνος άνθρωπος στον οποίο είχε εκμυστηρευτεί την ατάκα της, του είχε κολλήσει από τότε το «Ντοράντο». Ο τερματισμός, που συνοδευόταν από εγκατάλειψη δυνάμεων, του είχε γίνει έμμονη ιδέα κι εφιάλτης.

Φως είδε ένα βράδυ Κυριακής σε μια τοπική εφημερίδα που θρυλείται ότι τη διάβαζαν ένα εκατομμύριο αναγνώστες. Εμπιστευόταν τέτοιες κωλοφυλλάδες περισσότερο από τα μέινστριμ Μίντια. Έτσι είχε ακούσει τον γιο του να τα αποκαλεί πριν δύο χρόνια που είχε βγει από το δωμάτιο για να πάρει μια ανάσα από το cyber sex με καυτές μαμάδες που τον περίμεναν. Παντού υπάρχει μια μαμά που περιμένει. Πέταξε την εφημερίδα στον κάδο για να μην τη δει κανείς, περίμενε να ξημερώσει Δευτέρα, έβρισε βιαστικά τη γυναίκα του για κάτι που μόνο οι δυο τους θα μπορούσαν να μαλώσουν, πήρε ταξί - λεφτά υπήρχαν για μια τελευταία σπατάλη - και εμφανίστηκε μπροστά στην είσοδο του γερμανο-καναδικού κολοσσού. Ευτυχώς η ουρά δεν ήταν μεγάλη. Τα γραφεία έμοιαζαν με τράπεζας και ήταν τόσο ευρύχωρα ώστε να χωρούν χίλιοι καλοί, άγνωστο σε τι.

«Καλημέρα σας. Σας βρήκα στην εφημερίδα ’Η Μεγάλη Σφαγή’». «Καθίστε». «Θέλω να με καταστρέψετε». «Διαφορετικά δεν θα ήσασταν εδώ. Μας βρήκατε εύκολα;». «Πολύ. Αυτό που μου άρεσε στην αγγελία είναι ότι ξεμπερδεύω μέσα σε μια μέρα». «Μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν. Τι θα πάρετε;». «Με ενδιαφέρει περισσότερο τι θα μου πάρετε. Δεν μπορώ να κοιμηθώ». «Είναι φυσιολογικό να έχετε αϋπνίες με όσα συμβαίνουν. Εφόσον κάνατε τον κόπο να έρθετε μέχρι εδώ, μιλάμε προφανώς για ολόκληρη την περιουσία σας». «Το εννοείτε;». «Μα ασφαλώς». «Δεν βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω». «Μα τι λέτε κύριέ μου; Μακάρι όλοι να κρατούσαν μια τόσο υπεύθυνη στάση». «Δεν σας κρύβω πως δυσκολεύτηκα να πάρω την απόφαση. Ξέρετε δεν είμαι μόνος. Έχω γυναίκα και παιδί. Κυρίως, δε, με προβλημάτιζε το πώς θα αποχωριστώ την τηλεόραση και τον καναπέ μου». «Αγαπητέ, ομολογώ πως δεν σας κατανοώ. Αφού είστε νοικοκυραίος, ένας λόγος παραπάνω να είστε πεπεισμένος πως πράττετε το σωστό. Δεν βλέπετε τους συμπολίτες σας που τρελαίνονται; Που παραμιλούν; Που αυτοκτονούν; Θα έπρεπε να τα ‘χατε σκεφτεί αυτά πριν ζητήσετε τη βοήθειά μας. Εμείς να διευκολύνουμε θέλουμε». «Το καταλαβαίνω. Γι’ αυτό ξεπέρασα τους αρχικούς ενδοιασμούς μου». «Είστε ευαίσθητος άνθρωπος. Σας αξίζει μια ευκαιρία. Έχουμε και λέμε: Εσείς ζητιάνος. Θα σας εξασφαλίσουμε μια προνομιούχο γωνία σε κεντρικό σημείο της πόλης, μια κιθάρα για να γρατζουνάτε κι ένα ναρκωμένο παιδάκι σαν αυτά που κυκλοφορούν στο Facebook. Διαθέτετε όλα τα προσόντα για να τα πάτε περίφημα. Η γυναίκα σας πουτάνα, παρόλο που δεν τα διαθέτει, ο γιος σας μετανάστης, αν και είναι overqualified λόγω σερφαρίσματος στο Διαδίκτυο κι η μάνα σας στα καράβια, δικαιωματικά. Το σπίτι σας μπορείτε να το ξεχάσετε. Το παίρνουμε εμείς όπως και τα υπόλοιπα περιουσιακά σας στοιχεία. Υπογράψτε απλά εδώ. Η εταιρεία μας σας γλιτώνει από τη χαρτούρα και τη διαρκή αγωνία». «Εδώ υπογράφω;». «Μάλιστα». «Και τώρα;». «Τώρα είστε ελεύθερος». «Τελειώσαμε κιόλας;». «Τελειώσατε κιόλας». Του φαινόταν απίστευτο. Ήταν καλύτερο από αυτό που υποσχόταν η διαφήμιση. «Κάτι τελευταίο, αν γίνεται. Μπορείτε μήπως να κάνετε κάτι για την αχόρταγη μαμά που κάνει cyber sex ο γιος μου;». «Το έχουμε φροντίσει ήδη». «Και το παιδί της;». «Και το παιδί της». «Είναι του γιου μου ξέρετε». «Εγώ θα το βαφτίσω».

Έσφιξε το χέρι του Νονού ανακουφισμένος. Δεν τον προβλημάτισε ούτε το γεγονός ότι μιλούσε ελληνικά. Έλληνες κάνουν τη δουλειά και βάζουν μπροστά Γερμανούς και Καναδούς για μόστρα.  Επιχειρηματικά μυαλά, δεν την πάτησαν όπως εκείνος. Ποιος τον υποχρέωνε όμως να υποφέρει; Εφόσον το αδιανόητο θα συνέβαινε, γιατί να μην το προκαλούσε ο ίδιος; Αύριο θα ήταν μια καινούρια μέρα. Πολύ αργότερα θα μάθαινε ότι η άμεση εξυπηρέτηση που συνάντησε στο Τμήμα Καταστροφών οφειλόταν στο γεγονός πως η ανεργία είχε φτάσει στον επιθυμητό στόχο του 50%. Η πόλη είχε χωριστεί στα δύο. Υπήρχε ένας σωτήρας για κάθε πιστό. Ένας θύτης για κάθε θύμα. Μία χώρα, μία εταιρεία. Η απόλυτη ισορροπία. Η απόλυτη ισοπαλία. Ένα πείραμα ανεπανάληπτο που μήτε ο Όργουελ, μήτε ο Χάξλεϋ είχαν ακριβώς φανταστεί. Ο επίγειος παράδεισος ήταν τελικά υπόθεση απλή. Έτρεξε να πάρει τηλέφωνο την Αλέκα να της το ανακοινώσει με το πρώτο ευρώ που έβγαλε στη διασταύρωση Εγνατίας με Βενιζέλου, του Ευάγγελου. Την πέτυχε στην αγκαλιά ενός Εμίρη απ’ το Κατάρ, στο όμορφο νησί της, την Οξυά, που όπως του εξήγησε στο ακουστικό, το είχε αγοράσει ο πάμπλουτος άντρας πριν λίγες μέρες μαζί με άλλα πέντε, λίγο παραδίπλα, όλα στην περιοχή του Ιονίου. Ζαλίστηκε. Δεν πρόλαβε να της πει τα ευχάριστα. «Άρχισα πάλι να τρεκλίζω! Απατεώνες!».

*Η Ελντοράντο Γκολντ είναι η καναδική εταιρεία, κύρια επενδύτρια στα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Ένας Άντρας

(Ένας νεαρός συνομιλεί με τον Παναγούλη)

Οι θεαματικές χειρονομίες, οι προσωπικοί ηρωισμοί, δεν αφήνουν ποτέ το σημάδι τους πάνω στην πραγματικότητα: είναι εκδηλώσεις μια προσωπικής και επιπόλαιης περηφάνιας, καθαροί ρομαντισμοί, ακριβώς επειδή παραμένουν μέσα στα όρια της ιδιοτυπίας. Δυστυχώς οι Έλληνες ήταν δάσκαλοι σε αυτό, υπήρχε κι ένα κείμενο του Μπέρναρντ Ράσελ πάνω σ’αυτό το θέμα, λοιπόν: Ο Ράσελ υποστήριζε ότι οι πολίτες της ελληνικής πόλης εμψυχώνονταν από έναν πρωτόγονο πατριωτισμό, δηλαδή απερίσκεπτο κι όχι φρόνιμο. Η δύναμη των παθών τους οδηγούσε βέβαια σε προσωπικές επιτυχίες, αλλά αυτές οι επιτυχίες δεν χρησίμευαν σ’όλη την πολιτεία και τελικά γίνονταν σύμβολα πολιτικής ανικανότητας. Άλλωστε δεν χρειαζόταν ο Ράσελ για να καταλάβει κανείς ότι το μεγάλο παράδειγμα δεν εξυπηρετεί στην κινητοποίηση των μαζών, ότι μάλλον τις αποθαρρύνει γιατί καθώς αυτές νιώθουν περιορισμένες και φοβισμένες μπρος στην αξία του ενός ή των λίγων, μπλοκάρονται σ’ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας. Συμπέρασμα, η θυσία του ήρωα είναι μια πράξη εγωισμού. «Εγωισμού;» Η ερώτησή σου ήχησε ξερή σα χαστούκι. «Ναι, μια πράξη εγωισμού. Ή θα ‘πρεπε να πω ναρκισσισμού. Και σίγουρα, λάθος». «Ναρκισσισμού; Λάθος;» Και αυτή τη φορά η ερώτηση ακούστηκε σα μαστιγιά. «Ναι, Αλέκο, λάθος. Αποφασίζεις να κάνεις ξανά το λάθος που έκανες πριν πέντε χρόνια: εξήγησα κιόλας ότι οι δικτατορίες δεν εξαλείφονται με τους προσωπικούς ηρωισμούς ή την εξόντωση ενός τυράννου από έναν. Εξαλείφονται διαπαιδαγωγώντας τις μάζες στην οργανωμένη μάχη, στη συλλογική εξέγερση. Αλλιώς μόλις πεθάνει ένας τύραννος, έρχεται ένας άλλος κι όλα ξαναγίνονται σαν πρώτα».

Είδα τα δόντια σου να δαγκώνουν με δύναμη την πίπα. «Έτσι εγώ δεν εξυπηρετώ σε τίποτα, δεν εξυπηρετώ σε τίποτα». «Δε λέω αυτό Αλέκο, εγώ θέτω ένα ιδεολογικό ερώτημα, εξετάζω το πράγμα από την ιδεολογική, τη λογική του σκοπιά. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει μεγάλη δόση κενοδοξίας στον ήρωα!» «Κενοδοξίας;» ‘Ένα πήδημα, το δικό σου, κι έπειτα κάτι σαν ρόγχος, ο δικός του: τον είχες αρπάξει από τη γραβάτα και του την έστριβες γύρω από το λαιμό. «Άκουσέ με εξυπνάκια! Όποιος δεν έχει αρχίδια χώνεται πάντα κάτω από την ομπρέλα των ιδεολογικών αιτιών! Όποιος δεν έχει πίστη κρύβεται πάντα πίσω από το παραβάν της λογικής! Πού ήσουν εσύ εξυπνάκια, τι έκανες όταν εγώ ήμουν στο κρεβάτι των βασανιστηρίων και περίμενα να τουφεκιστώ; Έγραφες βιβλία για να διαπαιδαγωγήσεις το λαό; Οργάνωνες τις μάζες του 2333; Έξω από δω. Έξωωωω!» ‘Υστερα εγκαταλείφθηκες σε ένα απαρηγόρητο κλάμα.

Οριάνα Φαλάτσι, Ένας Άντρας, Εκδόσεις Εξάντας, Μετάφραση Τασούλας Καραϊσκάκη