Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Ή αυτοί ή εμείς

Η πόλη που έχεις εσύ δεν είναι αυτή που έχουν οι άλλοι. Η δικιά σου πόλη, η πόλη του καθενός, έχει τις κολόνες φωτισμού στο λάθος σημείο και είναι γεμάτη σκιές εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Στην πόλη σου, ο εφημεριδοπώλης κρεμάει την Ovaciones πλάγια και πρέπει να κάνεις ακροβατικά για να ρίξεις μια ματιά στους τίτλους. Στην πόλη σου το κατάστημα της γωνίας κλείνει οπωσδήποτε στις 7.15, μολονότι όταν τους ρωτήσεις το πρωί τι ώρα θα κλείσουν το βράδυ θα σου πουν στις οχτώ. Στην πόλη σου το κανάλι Εννιά δείχνει με παρεμβολές την ώρα που έχει ταινίες με τον Μπόγκαρτ. Ίσως η προσωπική πόλη του καθενός να έχει ομοιότητες με τις άλλες. Η αθλιότητα, η ανεργία, η αδιαντροπιά της εξουσίας που ψεύδεται ηλεκτρονικά, η τιμή της βενζίνης, το μαύρο σύννεφο που ταξιδεύει από βορειοδυτικά προς νοτιοδυτικά, η κακοκεφιά των γειτόνων του πέμπτου, η στάνταρ γεύση των χάμπουργκερ στα φαστφουντάδικα, η ακαριαία αντίδραση της καθαρίστριας όταν μια λάμπα κινείται απρόβλεπτα και αναγγέλλει το σεισμό. Όλα αυτά όμως είναι διακόσμηση. Ζούμε σε διαφορετικές πόλεις, που είναι κατασκευασμένες με υλικά τις καταχρήσεις εξουσίας και το φόβο, τη διαφθορά και τη διαρκή απειλή της ζούγκλας που, κρυμμένη στα πρόσωπα του συστήματος, ξεπροβάλλει κάθε τόσο για να μας υπενθυμίζει ότι είμαστε εύθραυστοι, ότι είμαστε μόνοι, ότι μια μέρα θα γίνουμε λίπασμα για τα ραδίκια. Ή ότι μια μέρα όλα πρέπει να παιχτούν κορόνα-γράμματα, στυλ γούεστερν, ή να κριθούν σε μια μονομαχία στην κεντρική λεωφόρο : αυτοί ή εμείς.

Paco Ignacio Taibo II, Στην ίδια πόλη υπό βροχή, Εκδόσεις Άγρα, Μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Δεν μπορώ να απαντήσω εγώ

Τη λυπόσουν την καψερή. Το δωμάτιό της βρωμούσε ιδρωτίλα, ποδαρίλα και σκόνη από δυο τρεις πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε και από καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το ψωμί της, ασθαίμοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας το κεφάλι ψηλά. Το ζήτημα είναι πως στις φτωχές οικογένειες το μέλος που αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην περιβάλλεται από μία ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, που κρύβεται με το ζόρι. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι πατέρας, μητέρα, αδερφός. Γίνεται ένας αρνητικός παράγοντας στον αγώνα για επιβίωση και, ως τέτοιος, στόχος μνησικακίας της υγιούς κοινότητας, που θεωρεί την αναπηρία του σαν προσωπική προσβολή γι’αυτούς που πρέπει να τον συντηρήσουν. Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου. Στα μάτια των ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση συγγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του μυστηρίου που μας περιβάλλει. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μία παράλογη διαίρεση, τις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, άλλα είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας. Δεν μπορώ να κάνω πολλά για την άρρωστη. Της γράφω απλώς μια κατάλληλη δίαιτα, ένα διουρητικό και αντιασθματικά διαλύματα. Μου έχουν μείνει μερικές δραμαμίνες και της τις χαρίζω. Όταν βγαίνω με ακολουθούν τα στοργικά λόγια της γερόντισσας και οι αδιάφορες ματιές των συγγενών.

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Ημερολόγια μοτοσικλέτας, Εκδόσεις Λιβάνη, Μετάφραση Βαγγέλη Κεφαλλονίτη.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Γελοίοι και ημίθεοι

Γελοίοι για τον Πεσσόα είναι όσοι δεν έχουν γράψει γελοία ερωτικά γράμματα. Κατηγορία απόλυτο αρσενικό, άντρας μετροσέξουαλ, γιάπης της κακιάς ώρας, Χρυσαυγίτης περιωπής, ψυχωτικός επαναστάτης, κομπλεξικός τουιτεράς, οι γελοίοι βρίσκονται λίγο-πολύ παντού και μουγκρίζουν περηφάνια. Η ποίηση είναι για τις αδερφές και η λογοτεχνία για τους φλώρους. Μην εμπιστεύεστε τις λέξεις. Δεν σημαίνουν. Πάρτε παράδειγμα τον Κεδίκογλου: Γιατί να κριθεί από τα λόγια του όταν η τύχη του εξαρτάται από το συμφέρον του; Σεξ, βία, άντε και καμία ατάκα πού και πού! Ξεχάστε το αρχείο της Ερτ. Ο έρωτας αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη. Ο πολιτισμός τη μαστουρώνει. Το μίσος είναι αποτελεσματικότερη νεύρωση.

Οι ημίθεοι του Πεσσόα είναι σαφώς περισσότεροι. Πρωταθλητές σε όλα, πανάξιοι θριαμβευτές και δεν ευνοήθηκαν πουθενά. Απεναντίας μάτωσαν, ίδρωσαν και πέτυχαν. Κανένας χυδαίος, φαύλος, υπερόπτης, κλέφτης, παλιάνθρωπος ή δειλός δεν βρέθηκε ποτέ ανάμεσά τους. Όλοι πρίγκιπες, ασυμβίβαστοι, άνδρες αληθινοί. Εδώ και χρόνια κυβερνούν, σταυρώνουν και σώζουν τη χώρα. Τελειομανείς αλλά στα ψέματα! Ας εμφανιστεί κάποιος να μας εκμυστηρευτεί ότι υπέπεσε σε κάποιο σφάλμα, ότι είδε μια μέρα το πρόσωπό του στον καθρέφτη και τρόμαξε, κι υποσχόμαστε να μη μας ξεφύγει τίποτα.

125 χρόνια από τη γέννηση του Πορτογάλου ποιητή, γελοίοι και ημίθεοι αυξάνουν ανησυχητικά τη δύναμή τους. Οι δημοσκοπήσεις δεν τους εντοπίζουν. Βρίσκονται στα ψηλά και συνωμοτούν στα χαμηλά. Προετοιμάζουν τον εμφύλιο κι ανυπομονούν να αποδώσουν αδικία. Ή νεόπλουτοι ή νεοναζί. Τίποτα ενδιάμεσο δεν φαίνεται να τους αρκεί. Κανείς ακόμα έτοιμος να σκάψει το λάκκο του. Κανείς να παραδεχτεί μία ατιμία. Κανείς να γελάσει με τον εαυτό του. Το παραμύθιασμα είναι εργασία πλήρους απασχόλησης. Έλα μου όμως που στη ζούγκλα, φτάνει η ώρα των ανθρώπων. Και η αγάπη δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια για την αγάπη. Και ευαισθησία δεν θα είναι να μονολογείς τη μοναξιά σου αλλά ν’ ανοίγεις την αγκαλιά σου. Όσο για την ευφυΐα, ας χαριστεί εκεί που πάντοτε ανήκε: στους ανόητους που ανέκαθεν την είχαν μεγαλύτερη ανάγκη.

Χύνουμε δάκρυα παλιά. Πέφτουμε συνεχώς από τα ίδια σύννεφα. Αν κάποτε πλημμυρίσουμε τους δρόμους, να ‘χουμε κεφάλι καθαρό. Μη βγούμε πάλι σαν γελοίοι που αγανάκτησαν, μην περπατάμε πάλι σαν ημίθεοι με σηκωμένο φρύδι. Να πούμε καθαρά και ξάστερα τη φράση του Χ.Μίλλερ που ταιριάζει στο μεσογειακό ταμπεραμέντο μας, τη λαμογιά μας με άλλα λόγια: «Πρέπει κανένας να ζήσει. Να ζήσει πρώτα κι έπειτα να πληρώσει». Στο σύμπαν των αγορών και των δανειστών, αυτή θα είναι η νέα αξιοπρέπεια. Στον πλανήτη των μεταρρυθμιστών από τη μία και των αποστημάτων από την άλλη, αυτός θα είναι ο νέος υπεράνθρωπος. Η χώρα θα χτιστεί από τα λάθη της. Οι γελοίοι και οι ημίθεοι θα είναι ανεπιθύμητοι. Θα ‘χουμε πάρει το μάθημά μας.

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Ένας χρόνος ναζισμού: Οι εντυπώσεις μου

Ο φασισμός θεραπεύεται με το διάβασμα κι ο ρατσισμός με το ταξίδι, λέει ο Ουναμούνο. Ισχύει θεωρητικά. Στην πράξη, οι φασίστες μελετούν Γκέμπελς. Ενίοτε και Σκάι. Στην πράξη, οι μόνοι που ταξιδεύουν είναι οι φίλοι μου. Μεταναστεύουν. Ο τόπος ξεβρωμίζει από τους συνομηλίκους μου. Πίσω μένουν τα καλύτερα παιδιά.

Πρώτη μου σκέψη όταν τους είδα στη Βουλή πριν ένα χρόνο, ήταν να τους μισήσω. Αν τους μισούσα, όσο με μισούν, θα εξαφανίζονταν. Λάθος. Ένα απόσπασμα από τον Αγώνα του Χίτλερ ήταν χαστούκι. «Λίγο ενδιαφέρει αν μας ειρωνεύονται ή αν μας αδικούν· αν μας παρουσιάζουν σαν παλιάτσους ή σαν εγκληματίες· το βασικό, το σπουδαιότερο είναι ότι ασχολούνται μαζί μας». Μετά, ανόητα, σκέφτηκα να τους κάνουμε ανέκδοτο. Δεύτερο λάθος. Ο Χάινριχ Μπελ μου υπενθύμισε πως ούτε η πολιτική συνείδηση, ούτε το χιούμορ, σταματούν την επέλαση του Κακού. Ύστερα τα ‘βαλα με τους Γερμανούς  που μας στέλνουν στην αγκαλιά του Μιχαλολιάκου. Τρίτο λάθος. Αν είχαμε τραβήξει όσα οι Γερμανοί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον ίδιο τον Διάβολο θα φέρναμε στην εξουσία. Τέλος, πέφτοντας πάνω στη δημοσκόπηση όπου το 30% των Ελλήνων δήλωνε ανοιχτά την προτίμησή του για τη Χούντα, έφερα στο νου τα λόγια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή: «Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας».

«Η εφεύρεση της δημοκρατίας είναι κάτι πολύ επαναστατικό για να γίνει αποδεκτό χωρίς επεξήγηση, όχι μόνο τον 5ο αιώνα π.Χ μα ούτε και στα τέλη του 20ου. Το “φυσιολογικό” είναι να διατάζουν οι πιο δυνατοί, οι πιο έξυπνοι, οι πιο πλούσιοι, οι γόνοι των καλύτερων οικογενειών, αυτοί που σκέφτονται πιο βαθιά τα πράγματα ή έχουν σπουδάσει περισσότερο, οι πιο καλοί, οι πιο άγιοι, οι γενναιόδωροι, αυτοί που έχουν μεγαλοφυείς ιδέες για να σώσουν τους υπόλοιπους, οι δίκαιοι, οι αγνοί, οι πανούργοι, οι όποιοι θέλεις, αλλά όχι όλοι. Όλο αυτό, ότι δηλαδή η εξουσία είναι υπόθεση όλων, ώστε όλοι να παρεμβαίνουν, να μιλούν, να ψηφίζουν, να εκλέγουν, να αποφασίζουν, να έχουν ευκαιρία να κάνουν λάθος, να προσπαθούν να εξαπατήσουν ή να επιτρέπουν να τους εξαπατήσουν, να διαμαρτύρονται, να παίρνουν το λόγο χωρίς να τους τον δίνουν, δεν είναι κάτι φυσικό αλλά μία τεχνητή εφεύρεση, ένα αποσυντονιστικό στοίχημα ενάντια στη φύση και στους θεούς. Ένα έργο τέχνης. Οι Έλληνες υπήρξαν μεγάλοι καλλιτέχνες: η δημοκρατία υπήρξε το αριστούργημά τους, το πιο τολμηρό και ρηξικέλευθο, το πιο συζητημένο έργο τους».

Τα παραπάνω λέει ο Φερνάντο Σαβατέρ στον γιο του. Πρόκειται για τους Έλληνες του Νίτσε που είχαν σοφούς κι όχι αγίους, την Αθήνα του Χ. Μίλλερ όπου χίλια χρόνια αθλιότητας δεν είχαν συντρίψει το πνεύμα της, την Ελλάδα της μεγάλης Εβραίας ελληνίστριας Ζακλίν Ντε Ρομιγί που επαναλάμβανε πως ο λόγος είναι το φρούριο κατά της κτηνωδίας. Οι Χρυσαυγίτες θα ανέπτυσσαν το δικό τους επιχείρημα για να καταλάβουν το φρούριο: τον Πλάτωνα και το μίσος που έτρεφε για τη Δημοκρατία. Ο Καστοριάδης γράφει σχετικά στην Άνοδο της Ασημαντότητας: «Συναντάμε συνεχώς συγγραφείς που μιλούν για ελληνική πολιτική σκέψη εννοώντας τον Πλάτωνα. Είναι γελοίο. Είναι σα να αναζητούσαμε την πολιτική σκέψη της Γαλλικής Επανάστασης στον Ζοζέφ Ντε Μεστρ ή στον Μπονάλ. Η ουσία της ελληνικής πολιτικής δημιουργίας είναι η Δημοκρατία».

Μετράμε ήδη ένα χρόνο από τη στιγμή του μεγάλου ξυπνήματος. Πέρυσι, τέτοια εποχή, μάθαμε πως ποτέ δεν γίναμε ό,τι νομίζαμε πως είμαστε. Η κυρίαρχη τάξη καλωσόρισε το φάντασμα. Τα σκυλιά ξαμολήθηκαν να σπείρουν το φόβο και να γοητεύσουν αγανακτισμένους. Απασχολημένα τα μεγάλα κανάλια και σημαντική μερίδα του τύπου με τη στήριξη του μνημονίου, είδαν με συμπάθεια την ατραξιόν που θα αποπροσανατόλιζε την αντίσταση. Άρχισαν τα μισόλογα. Φόβος; Παράλυση; Κάτι χειρότερο: αδιαφορία, συμπεριφορά φασίζουσα σύμφωνα με τον Ζακ Ελλύλ. Δεν θέλαμε να αναμιχθούμε. Παίξαμε την κολοκυθιά για το ποιος θα μιλήσει. Ο θυμός καταλάγιασε. Το μίσος εξαπλώθηκε. Μαζί τα φάγαμε. Ο τρόμος των Γκούλαγκ έκανε την εμφάνισή του. Η εξίσωση του ναζισμού με τον κομμουνισμού από την Σώτη και τους φίλους της άρχισε-ακόμα κι ο Αλμπέρ Καμύ αναγνωρίζει το μεγαλείο της πρόθεσης του δεύτερου σε σχέση με τον πρώτο. Πήρε μπρος η θεωρία των άκρων.

Το αστείο είναι πως όσοι μαγεύονται από το συγκεκριμένο παραμυθάκι, συμμερίζονται ένα δόγμα σταλινικού τύπου. Ο Ιωσήφ Στάλιν, που τόσο σιχαίνονται, θα ταύτιζε τον Σύριζα με τη Χρυσή Αυγή. Ας το έχουν υπόψη τους αυτό καθώς καμώνονται για την τρομερή ανακάλυψή τους. Αν οι περισσότεροι από δαύτους δεν είχαν υπονομεύσει τη Δημοκρατία επανειλημμένα, δεν θα είχαν ανάγκη τώρα από έναν εχθρό. Η Δημοκρατία εξάλλου δεν χρειάζεται εχθρούς: Έχει τους πολίτες της. Αυτό δεν μετριάζει καθόλου τις ευθύνες του Σύριζα που αφορούν στην λαϊκίστικη ρητορική του. Όποιος χαϊδεύει αυτιά στη συγκεκριμένη συγκυρία, στρώνει το χαλί στους φασίστες. Ένας διαφορετικός λόγος είναι αναγκαίος. Μια αποτυχία της Αριστεράς, θα έκανε την κατάσταση εκρηκτική. Ωστόσο ο καλός αστικός τύπος βρήκε τη στιγμή να ανοίξει κόντρα με το παλαβό τμήμα της. Όχι φυσικά για τους σωστούς λόγους, όχι από εντιμότητα, χρέος απέναντι στην πατρίδα ή ειλικρινή ανησυχία. Δεν ιδρώνει ακόμα το αυτί του. Αντιτάσσει τη νομιμότητα που τον έχει στα πράγματα. Το διακύβευμα είναι η εξουσία. Υπερασπιζόμενοι  τον ορθό λόγο διάφοροι κύριοι, υπερασπίζονται απλά το δικό τους ανορθολογισμό.

Η μουσική πάντως έχει σταματήσει. Καθηγήτρια που έβαλε στα παιδιά Χατζιδάκι, δέχτηκε παρατήρηση από τη διευθύντρια του σχολείου. Μια μάνα κατήγγειλε την ισλαμική προπαγάνδα. «Εγώ πιστεύω σε εκείνη την ελληνικότητα που εξαφανίζει τις διαφορές» έλεγε ο Μάνος. Ποιος ανέθρεψε την Ελληνίδα μάνα και την κυρία διευθύντρια; Τα δύο άκρα ή μήπως η Αυριανή; Ο μεγάλος δάσκαλος του Μαράσλειου Διδασκαλείου, Δημήτρης Λιαντίνης, έγραφε στη Γκέμμα:« Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς. Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων. Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων. Ότι αποθεώνεις την εμορφιά. Γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου. Και κυρίως αυτό: Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν».  Έχουμε λοιπόν την Ελλάδα του Λιαντίνη απέναντι στην Ελλάδα του Κασιδιάρη, την Ελλάδα του Χατζιδάκι απέναντι στην Ελλάδα της διευθύντριας του δημοτικού σχολείου, την Ελλάδα των βιβλιοθηκών απέναντι στην Ελλάδα του Τζαβάρα και της κυβέρνησής του. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το ποια τελικώς θα επικρατήσει. Βέβαιο είναι πως δύο διαφορετικές χώρες ανταγωνίζονται.

«Πόρτα-πόρτα, σπίτι-σπίτι ,να δώσουμε τη μάχη». Η έγνοια για τα ψηφαλάκια πριν την κάλπη έκαναν τις αρχηγάρες να ανησυχούν από τα μπαλκόνια. Είναι η πρώτη φορά που θα με βρουν σύμφωνο. Να ενημερώσουμε τον κόσμο. Χωρίς φωνές. Να τους μιλήσουμε για κείνους τους καλλιτέχνες που θέλουν τόσο να τους λογαριάζουν για προγόνους τους. Να σταθούμε μια φορά στο ύψος τους. Γιατί στη Δημοκρατία είμαστε υποχρεωμένοι να συζητάμε. Μπορεί να μην τα βρούμε ποτέ, αλλά τουλάχιστον θα συζητάμε. Το «Συγχώρεσέ τους, Πατέρα, δεν ξέρουν τι κάνουν» είναι πολύ χριστιανικό για όσους αντιλαμβάνονται την ευθύνη απέναντι στη ζωή και την ιστορία της χώρας. Όσοι κουράστηκαν από τα λόγια και θέλουν πράξεις, όσοι δεν θέλουν να σκεφτούν γιατί ζορίζονται, όσοι έχουν πεθάνει και δεν το ξέρουν, ας καλωσορίσουν το τέρας. Είναι ήδη σπίτι τους.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ο Φιτζέραλντ στην πρεμιέρα του Μεγάλου Γκάτσμπυ

Η παθιασμένη πίστη στην τάξη, η αδιαφορία για τα κίνητρα ή τις συνέπειες, η προτίμηση της διαίσθησης και της προφητείας, το αίσθημα πως η βιοτεχνία κι η βιομηχανία μπορούσαν να έχουν θέση σε κάθε κοινωνία- η μια μετά την άλλη, όλες αυτές οι πεποιθήσεις (και άλλες) σαρώθηκαν. Έβλεπα πως το μυθιστόρημα, που στην ώριμη ηλικία μου ήταν το ισχυρότερο κι ελαστικότερο μέσο για τη μετάδοση συγκίνησης, υποτασσόταν σε μια μηχανική και συλλογική τέχνη, η οποία βρισκόταν στα χέρια είτε εμπόρων του Χόλλυγουντ είτε Ρώσων ιδεαλιστών, ικανή να ανακλά μόνο την κοινότοπη σκέψη, την πιο επιφανειακή συγκίνηση. Ήταν μια τέχνη όπου οι λέξεις υποτάσσονταν στις εικόνες, όπου η προσωπικότητα κατέβαινε στο χαμηλό επίπεδο της συνεργασίας. Ήδη από το 1930, είχα την υποψία πως οι ομιλούσες ταινίες θα καθιστούσαν ακόμα και τον πιο επιτυχημένο μυθιστοριογράφο εξίσου αρχαϊκό όσο είναι ο βωβός κινηματογράφος. Ο κόσμος εξακολουθεί να διαβάζει, έστω και μόνο το βιβλίο του μήνα του καθηγητή Κάνμπυ-περίεργα παιδιά με τη μύτη καρφωμένη στις αηδίες του κυρίου Τίφφανυ Θάυερ στα βιβλιοπωλεία των ντραγκ-στορς- αλλά υπήρχε μια ερεθιστική αναξιοπρέπεια, που σ’εμένα είχε γίνει σχεδόν ψύχωση, στο να βλέπει κανείς τη δύναμη του γραπτού λόγου να υποτάσσεται σε μιαν άλλη δύναμη πιο γυαλιστερή, μια δύναμη πιο πρόστυχη.

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Το ράγισμα, Εκδόσεις Ροές, Μετάφραση Γιάννη Λάμψα.

Υ.Γ. Ένα χρόνο αργότερα, με πολλά οικονομικά προβλήματα να τον βαραίνουν, ο Φιτζέραλντ υπέγραψε συμβόλαιο με την Metro-Goldwyn-Mayer.